Το τέλος της μικρής μας πόλης
Tο τέλος της μικρής μας πόλης είναι μία συλλογή διηγημάτων του Δ. Χατζή με ενιαίους θεματικούς άξονες που συνδέουν τα επτά αφηγήματα, επιτρέποντας την ανάγνωσή του ως ενιαίο έργο. Σύμφωνα με τον Λίνο Πολίτη τα διηγήματα της συλλογής «δίνουν κυρίως έναν κόσμο που φθίνει, επειδή έχουν αλλάξει οι οικονομικές και οι κοινωνικές συνθήκες». Εντοπίζεται επίσης ο σημαντικός αντίκτυπος που έχουν οι κοινωνικοί και οικονομικοί μετασχηματισμοί στους κεντρικούς χαρακτήρες στα διηγήματα της συλλογής, ενώ παράλληλα προβάλλεται η σύγκρουση μεταξύ ατόμου και κοινωνικού συνόλου, ο εντοπισμός του προσωπικού οφέλους και η διαχείριση της διαφοράς από τους άλλους, ο κοινωνικός αποκλεισμός και η περιθωριοποίηση ορισμένων χαρακτήρων.
Η συλλογή περιλαμβάνει τα εξής διηγήματα: Ο Σιούλας ο ταμπάκος, Σαμπεθάι Καμπιλής, Η θεία μας η Αγγελική, Η διαθήκη του καθηγητή, Μαργαρίτα Περδικάρη, Ο τάφος, Ο ντέτεκτιβ
Θεματικοί άξονες της συλλογής
Ο κοινός θεματικός άξονας είναι η μικρή επαρχιακή πόλη και οι διαδικασίες μετασχηματισμού της μέσα από κοινωνικές, ιστορικές και οικονομικές αλλαγές. Στην πραγματικότητα είναι ο χαρακτήρας της επαρχιακής πόλης των Ιωαννίνων, που αλλοτριώνεται σταδιακά είτε υπό την επίδραση της ανάπτυξης νέων μεθόδων βιοτεχνικής και βιομηχανικής παραγωγής, είτε υπό τη δημογραφική κοινωνική πίεση στον καιρό του πολέμου και τη σκοτεινή ανάπτυξη του κεφαλαίου. Η χρήση της μικρής κοινότητας (η μικρή μας πόλη) προκειμένου να αναδειχθεί το άτομο συνήθως ως θύμα των συνθηκών είναι ένα χαρακτηριστικό που μοιράζεται ο συγγραφέας με άλλους ομότεχνούς του της δεκαετίας του '60.
Κοινός, επίσης, θεματικός άξονας είναι η ηθογραφική ανάλυση των ηρώων του, των απλών ανθρώπων γύρω από τους οποίους πλέκει ο Δ. Χατζής τους λογοτεχνικούς του μύθους, ή η οπτική γωνία με την οποία διερευνά αληθινούς χαρακτήρες. Στην προκειμένη περίπτωση ο συγγραφέας στη συγκεκριμένη συλλογή παρουσιάζει μια φανερή ή κρυφή αφηγηματική στάση που λειτουργεί ενοποιητικά στο συνολικό ύφος του έργου μαζί με τη χρονολογική θα έλεγε κανείς παράταξη των διηγημάτων.
Στο «Ο Σιούλας ο ταμπάκος», για παράδειγμα, ο συγγραφέας με την έμμεση αναφορά του στο κάστρο και στην λίμνη οριοθετεί τον κοινωνικό του χώρο στην πόλη των Ιωαννίνων, διαμορφώνοντας εκ των προτέρων το σκηνικό μιας κοινωνικής διαφοράς που θεμελιώνεται πάνω στον παρόντα ξεπεσμό την άλλοτε ευημερία αυστηρά ιεραρχημένων κοινωνικών ομάδων, όπως ήταν τα ισνάφια στις Βαλκανικές πόλεις του 18ου και 19ου αι. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί πως τα Ιωάννινα, η Λάρισα και η Θεσσαλονίκη, σημαντικά κέντρα παραγωγής και συγκέντρωσης δερμάτων, εξακολούθησαν να επιβιώνουν εργαστήρια με την παραδοσιακή τους μορφή μέχρι και τη δεκαετία του '60. Οι ταμπάκοι θεωρούσαν ότι ανήκαν σε μια παλαιά συντεχνία, συνεπώς κλειστή κοινωνική ομάδα, που κατοικούσε εντός του κάστρου στην ανατολική πλευρά της λίμνης. Ως κλειστή κάστα έχουν διαμορφώσει την υποστηρικτική μυθολογία της διαφοράς τους με τις κατώτερες κάστες διατηρώντας μόνο σχέση με τους καϊκτσήδες, εξαιτίας κυρίως του πάθους του κυνηγιού. Παρόλο που στο συγκεκριμένο διήγημα ο συγγραφέας εξετάζει έναν μόνο εκπρόσωπο τούτης της συντεχνίας, είναι σαφές ότι μέσω του Σιούλα εκπροσωπείται το συνολικό συντεχνιακό ρεύμα αντίθεσης προς το κοινωνικό περιβάλλον.
Μέσα σε αυτό το κλειστό, υποθετικά αύταρκες, περιβάλλον ο Σιούλας ο ταμπάκος γεννήθηκε, μεγάλωσε και δημιούργησε τη δική του οικογένεια, αρνούμενος να βιώσει τις εξελίξεις του περιβάλλοντός του, καθώςκ άθε νεωτερισμός ήταν ξιπασμός, αρνούμενος ακόμα και να αποδεχθεί έναν ξενιτεμένο της συντεχνίας του. Όλα είναι κρυφά, ακόμη και η απόγνωση της συζύγου του που δεν μπορεί να μιλήσει για τη φτώχεια. Ο μετασχηματισμός και η εκβιομηχάνιση της ελληνικής επαρχίας επηρέασε καταλυτικά το ισνάφι των ταμπάκων, φέρνοντας τον άνθρωπο αντιμέτωπο με τη μηχανή που κατεργαζόταν τα δέρματα και ευκολότερα και φθηνότερα. Ο κόσμος των βυρσοδεψών και των εργαστηρίων τους άρχισε να φθίνει με την αλλαγή των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών, σε σημείο που, παρά την άρνησή τους να βιώσουν τις επερχόμενες αλλαγές, οι ταμπάκοι στο πρόσωπο του Σιούλα υποκύπτουν και αρχίζουν να μεταλλάσσονται, ερχόμενοι σε επαφή με τις κατώτερες κάστες. Πρόκειται για μια οδυνηρή αλλά απόλυτα απαραίτητη αλλαγή που αφυπνίζει και ταυτόχρονα δίνει την ευκαιρία. Ο Σιούλας ο ταμπάκος αποφασίζει να πουλήσει το δίκαννό του στο γύφτο. O γύφτος, αντίθετα από κεντρικούς ήρωες των επόμενων διηγημάτων που πραγματευόμαστε, αρνείται το προσωπικό κέρδος. Γνωρίζει τι σημαίνει το όπλο για τον κυνηγό και όχι μόνο αρνείται να το αγοράσει σε εξευτελιστική τιμή αλλά του δανείζει και ένα κατοστάρικο. Η συνειδητοποίηση πως ο γύφτος και ο βαρελάς αργότερα είναι καλοί άνθρωποι, γίνεται το τέλος της απομόνωσης και η αρχή της αλλαγής,
Tο τέλος της μικρής μας πόλης είναι μία συλλογή διηγημάτων του Δ. Χατζή με ενιαίους θεματικούς άξονες που συνδέουν τα επτά αφηγήματα, επιτρέποντας την ανάγνωσή του ως ενιαίο έργο. Σύμφωνα με τον Λίνο Πολίτη τα διηγήματα της συλλογής «δίνουν κυρίως έναν κόσμο που φθίνει, επειδή έχουν αλλάξει οι οικονομικές και οι κοινωνικές συνθήκες». Εντοπίζεται επίσης ο σημαντικός αντίκτυπος που έχουν οι κοινωνικοί και οικονομικοί μετασχηματισμοί στους κεντρικούς χαρακτήρες στα διηγήματα της συλλογής, ενώ παράλληλα προβάλλεται η σύγκρουση μεταξύ ατόμου και κοινωνικού συνόλου, ο εντοπισμός του προσωπικού οφέλους και η διαχείριση της διαφοράς από τους άλλους, ο κοινωνικός αποκλεισμός και η περιθωριοποίηση ορισμένων χαρακτήρων.
Η συλλογή περιλαμβάνει τα εξής διηγήματα: Ο Σιούλας ο ταμπάκος, Σαμπεθάι Καμπιλής, Η θεία μας η Αγγελική, Η διαθήκη του καθηγητή, Μαργαρίτα Περδικάρη, Ο τάφος, Ο ντέτεκτιβ
Θεματικοί άξονες της συλλογής
Ο κοινός θεματικός άξονας είναι η μικρή επαρχιακή πόλη και οι διαδικασίες μετασχηματισμού της μέσα από κοινωνικές, ιστορικές και οικονομικές αλλαγές. Στην πραγματικότητα είναι ο χαρακτήρας της επαρχιακής πόλης των Ιωαννίνων, που αλλοτριώνεται σταδιακά είτε υπό την επίδραση της ανάπτυξης νέων μεθόδων βιοτεχνικής και βιομηχανικής παραγωγής, είτε υπό τη δημογραφική κοινωνική πίεση στον καιρό του πολέμου και τη σκοτεινή ανάπτυξη του κεφαλαίου. Η χρήση της μικρής κοινότητας (η μικρή μας πόλη) προκειμένου να αναδειχθεί το άτομο συνήθως ως θύμα των συνθηκών είναι ένα χαρακτηριστικό που μοιράζεται ο συγγραφέας με άλλους ομότεχνούς του της δεκαετίας του '60.
Κοινός, επίσης, θεματικός άξονας είναι η ηθογραφική ανάλυση των ηρώων του, των απλών ανθρώπων γύρω από τους οποίους πλέκει ο Δ. Χατζής τους λογοτεχνικούς του μύθους, ή η οπτική γωνία με την οποία διερευνά αληθινούς χαρακτήρες. Στην προκειμένη περίπτωση ο συγγραφέας στη συγκεκριμένη συλλογή παρουσιάζει μια φανερή ή κρυφή αφηγηματική στάση που λειτουργεί ενοποιητικά στο συνολικό ύφος του έργου μαζί με τη χρονολογική θα έλεγε κανείς παράταξη των διηγημάτων.
Στο «Ο Σιούλας ο ταμπάκος», για παράδειγμα, ο συγγραφέας με την έμμεση αναφορά του στο κάστρο και στην λίμνη οριοθετεί τον κοινωνικό του χώρο στην πόλη των Ιωαννίνων, διαμορφώνοντας εκ των προτέρων το σκηνικό μιας κοινωνικής διαφοράς που θεμελιώνεται πάνω στον παρόντα ξεπεσμό την άλλοτε ευημερία αυστηρά ιεραρχημένων κοινωνικών ομάδων, όπως ήταν τα ισνάφια στις Βαλκανικές πόλεις του 18ου και 19ου αι. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί πως τα Ιωάννινα, η Λάρισα και η Θεσσαλονίκη, σημαντικά κέντρα παραγωγής και συγκέντρωσης δερμάτων, εξακολούθησαν να επιβιώνουν εργαστήρια με την παραδοσιακή τους μορφή μέχρι και τη δεκαετία του '60. Οι ταμπάκοι θεωρούσαν ότι ανήκαν σε μια παλαιά συντεχνία, συνεπώς κλειστή κοινωνική ομάδα, που κατοικούσε εντός του κάστρου στην ανατολική πλευρά της λίμνης. Ως κλειστή κάστα έχουν διαμορφώσει την υποστηρικτική μυθολογία της διαφοράς τους με τις κατώτερες κάστες διατηρώντας μόνο σχέση με τους καϊκτσήδες, εξαιτίας κυρίως του πάθους του κυνηγιού. Παρόλο που στο συγκεκριμένο διήγημα ο συγγραφέας εξετάζει έναν μόνο εκπρόσωπο τούτης της συντεχνίας, είναι σαφές ότι μέσω του Σιούλα εκπροσωπείται το συνολικό συντεχνιακό ρεύμα αντίθεσης προς το κοινωνικό περιβάλλον.
Μέσα σε αυτό το κλειστό, υποθετικά αύταρκες, περιβάλλον ο Σιούλας ο ταμπάκος γεννήθηκε, μεγάλωσε και δημιούργησε τη δική του οικογένεια, αρνούμενος να βιώσει τις εξελίξεις του περιβάλλοντός του, καθώςκ άθε νεωτερισμός ήταν ξιπασμός, αρνούμενος ακόμα και να αποδεχθεί έναν ξενιτεμένο της συντεχνίας του. Όλα είναι κρυφά, ακόμη και η απόγνωση της συζύγου του που δεν μπορεί να μιλήσει για τη φτώχεια. Ο μετασχηματισμός και η εκβιομηχάνιση της ελληνικής επαρχίας επηρέασε καταλυτικά το ισνάφι των ταμπάκων, φέρνοντας τον άνθρωπο αντιμέτωπο με τη μηχανή που κατεργαζόταν τα δέρματα και ευκολότερα και φθηνότερα. Ο κόσμος των βυρσοδεψών και των εργαστηρίων τους άρχισε να φθίνει με την αλλαγή των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών, σε σημείο που, παρά την άρνησή τους να βιώσουν τις επερχόμενες αλλαγές, οι ταμπάκοι στο πρόσωπο του Σιούλα υποκύπτουν και αρχίζουν να μεταλλάσσονται, ερχόμενοι σε επαφή με τις κατώτερες κάστες. Πρόκειται για μια οδυνηρή αλλά απόλυτα απαραίτητη αλλαγή που αφυπνίζει και ταυτόχρονα δίνει την ευκαιρία. Ο Σιούλας ο ταμπάκος αποφασίζει να πουλήσει το δίκαννό του στο γύφτο. O γύφτος, αντίθετα από κεντρικούς ήρωες των επόμενων διηγημάτων που πραγματευόμαστε, αρνείται το προσωπικό κέρδος. Γνωρίζει τι σημαίνει το όπλο για τον κυνηγό και όχι μόνο αρνείται να το αγοράσει σε εξευτελιστική τιμή αλλά του δανείζει και ένα κατοστάρικο. Η συνειδητοποίηση πως ο γύφτος και ο βαρελάς αργότερα είναι καλοί άνθρωποι, γίνεται το τέλος της απομόνωσης και η αρχή της αλλαγής,