Δημήτρης Χατζής
Γεννήθηκε στα Ιωάννινα το Νοέμβριο του 1913. Ο πατέρας του Γεώργιος Χατζής, ήταν διηγηματογράφος, λόγιος και ποιητής, γνωστός με το ψευδώνυμο Πελλερέν. Ήταν επίσης εκδότης της εφημερίδας «Ηπειρος».
Ο Δημήτρης Χατζής παρακολούθησε εγκύκλια μαθήματα στην Ιόνιο Σχολή της Αθήνας μαζί με τον αδερφό του Άγγελο, τα οποία όμως διέκοψε μετά τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα του το 1930 και επέστρεψε στην γενέτειρά του. Εκεί ανέλαβε τη συνέχιση της έκδοσης της εφημερίδας και τη συντήρηση της οικογενείας του. Τέλειωσε το Γυμνάσιο στη Ζωσιμαία Σχολή και γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας. Τις σπουδές του δεν τις ολοκλήρωσε ποτέ λόγω οικονομικών δυσχερειών.
Στα μέσα της δεκατίας 1930 έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος. Το 1936 συνελήφθη από την Μεταξά και μετά από βασανιστήρια εξορίστηκε στη Φολέγανδρο. Λίγους μήνες αργότερα αφήνεται ελεύθερος και εγκαθίσταται στην Αθήνα. Στον ΕλληνοΪυαλικο πόλεμο του 1940 κατετάγη αλλά δεν στάλθηκε στο μέτωπο.
Την περίοδο της Κατοχής συμμετείχε στη λειτουργία του παράνομου τυπογραφείου. Του ΕΑΜ στην Καλλιθέα αρθρογραφώντας και διορθώνοντας άρθρα σε εφημερίδες όπως η «Ελεύθερη Ελλάδα» και ο «Απελευθερωτής». Αρθρογραφούσε ακόμη στον επίσης παράνομο Ριζοσπάστη. Εργάστηκε επίσης στο τυπογραφείο του βουνού.
Το 1947 επιστρατεύτηκε στα Ιωάννινα, ενώ το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς εξορίζεται στην Ικαρία. Το Μάρτιο του επόμενου έτους εντάχτηκε στο Δημοκρατικό Στρατό της Ελλάδας δημοσιεύοντας ανταποκρίσεις και διηγήματα στα έντυπά του. Το καλοκαίρι του ίδιου έτους έμαθε την καταδίκη του αδερφού του Άγγελου από το Έκτακτο Στρατοδικείο και την εκτέλεσή του.
Μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού το Έκτακτο Στρατοδικείο τον καταδικάζει δις εις θάνατον για λιποταξία και έτσι αναγκάζεται να καταφύγει στο εξωτερικό. Πρώτοι του σταθμοί ήταν η Ουγγαρία και η Ρουμανία. Στη Βουδαπέστη σπούδασεβυζαντινήκαι μεταβυζαντινή ιστορία και λογοτεχνία, ενώ αρθρογραφούσε και στην εφημερίδα του κομμουνιστικού κόμματος.
Ο βυζαντινολόγος Ιούλιος Μοράβσικ τον βοηθά να κερδίσει υποτροφία για την Ακαδημία Επιστημών του Ανατολικού Βερολίνου , όπου εργάζεται σαν ερευνητής. Το 1962 ολοκληρώνει στο Πανεπιστήμιο Χούμπολτ του Βερολίνου τη διατριβή του με θέμα «Μονωδίες για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους». Το ίδιο έτος επιστρέφει στη Βουδαπέστη, όπου διορίζεται βοηθός στην έδρα της Βυζαντινής Φιλολογίας, ενώ ιδρύει και το Νεοελληνικό Ινστιτούτο. Παράλληλα επιμελείται την έκδοση έργων νεοελληνικής λογοτεχνίας στην ουγγρική γλώσσα.
Μετά τα γεγονότα του Μάη του '68 επιθυμεί να εγκατασταθεί στο Παρίσι . Η αστυνομία όμως τον πιέζει να ζητήσει πολιτικό άσυλο, με αποτέλεσμα να επιστρέψει στη Βουδαπέστη. Αρνείται ωστόσο να λάβει την ουγγρική υπηκοότητα παρά τις προτάσεις που του έγιναν, παραμένοντας άπατρις.
Μετά την πτώση της Χούντας των Συνταγματαρχών επιστρέφει το Νοέμβριο του 1974 στην Ελλάδα. Αναγκάζεται όμως να εγκαταλείψει ξανά τη χώρα λόγω της μη νομοθετικής ρύθμισης σχετικά με την καταδίκη του. Τον Ιούνιο του επόμενου έτους του δίνεται χάρη και επιστρέφει οριστικά στην πατρίδα του.
Το ακαδημαϊκό έτος 1975-1976 προσκαλείται να διδάξει νεοελληνικό πολιτισμό και λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Η μη επικύρωση του διορισμού του λόγω των μη εκπληρωμένων στρατιωτικών του υποχρεώσεων έχει ως αποτέλεσμα τη διακοπή των μαθημάτων αλλά και διαδηλώσεις των φοιτητών.
Από το 1975 δίνει πλήθος διαλέξεων και συμμετέχει σε συζητήσεις. Από το 1980 μέχρι το θάνατό του εκδίδει το περιοδικό "το Πρίσμα"
Παντρεύτηκε με την αρχαιολόγο Καίτη Αργυροκαστρίτου και απέκτησαν μία κόρη, την Αγγελίνα.
Το Μάρτιο του 1981 αρρωσταίνει από καρκίνο των βρόγχων και πεθαίνει το 4 μήνες αργότερα στις 20 Ιουλίου του1981 σε σπίτι φίλων του στη Σαρωνίδα.
Ο οικουμενικός Δημήτρης Χατζής
Του ΒΑΣΙΛΗ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑ
Είκοσι πέντε χρόνια προχθές (20 Ιουλίου) από τον θάνατο του Δημήτρη Χατζή, του συγγραφέα τού «Τέλους της μικρής μας πόλης» και άλλων πολυδιαβασμένων βιβλίων. Στο πλαίσιο ενός μικρού αφιερώματος, αναζητήσαμε τη μαρτυρία ενός ομοτέχνου και φίλου του, του ποιητή Τίτου Πατρίκιου. Τον συναντήσαμε ένα πρωινό στο διαμέρισμα-καταφύγιο μιας γωνιακής πολυκατοικίας επί της οδού Μερκούρη, με θέα το Πάρκο Ριζάρη:
«Με τον Δημήτρη Χατζή επικοινώνησα τα χρόνια της χούντας αλληλογραφικά, όταν εκείνος ζούσε στη Βουδαπέστη και εγώ βρισκόμουν στο Παρίσι. Από κοντά γνωριστήκαμε, όταν επιστρέψαμε κι οι δύο στην Ελλάδα, μετά τη μεταπολίτευση, και συνδεθήκαμε παρά πολύ. Μάλιστα, με είχε καλέσει σ' ένα συνέδριο ποιητών στη Βουδαπέστη, στο οποίο δεν μπόρεσα να πάω. Είχε θυμώσει, γιατί νόμιζε ότι δεν ήθελα να πάω εγώ. Ετσι, κοντραριστήκαμε λιγάκι.
»Οταν ξεκίνησε με μεγάλο ενθουσιασμό την έκδοση του περιοδικού "Το Πρίσμα", μου ζήτησε τη μετάφραση του εκτενούς ποιήματος "Εικόνες στον Ροβινσώνα Κρούσο" του Σεν Τζον Περς, για τον οποίο τρέφαμε και οι δύο την ίδια αγάπη. Σ' αυτή τη μετάφραση αφιέρωσα ένα ολόκληρο καλοκαίρι, η οποία ωστόσο άρεσε στον Χατζή. Για μένα και για άλλους ήταν ένας καλός, αλλά δύσκολος φίλος».
- Είκοσι πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, το έργο του εξακολουθεί να παραμένει ζωντανό, κι αν ναι, γιατί;
«Ο Χατζής δίνει μια επαρχιακή κοινωνία στα διηγήματά του. Κι έχουμε την τάση να αντιμετωπίζουμε κάτι που είναι επαρχιακό σαν επαρχιώτικο. Δηλαδή, ως κλειστό, εσωστρεφές, αυτάρεσκο και αυτοεξυψωτικό απέναντι των ξένων πραγμάτων. Αντίθετα, ένας μεγάλος συγγραφέας, όπως είναι ο Χατζής, εμβαθύνοντας σε μια μικρή κοινωνία, μπορεί να συλλάβει και ν' αποδώσει συγκρούσεις, αντιθέσεις, υπερβάσεις, οι οποίες αποκτούν έναν οικουμενικό χαρακτήρα που απευθύνονται σ' όλους μας. Ενώ πολλά λογοτεχνικά έργα που χαρακτηρίζονται κοσμοπολιτικά, στην ουσία είναι επαρχιώτικα με την έννοια που είπα παραπάνω και τελικά δεν ενδιαφέρουν κανέναν».
- Σε ποια σημεία διαφοροποιείται από τη σύγχρονη διηγηματογραφία;
«Διαθέτει ένα στοιχείο, το οποίο πλέον σήμερα το υποτιμούμε, μην πω ότι το απορρίπτουμε. Είναι ελκυστικός στην ανάγνωση. Απολαμβάνεις να τον διαβάζεις. Και συχνά έχουμε την τάση να δίνουμε αξία μόνο στο στρυφνό και το δύσκολο γράψιμο. Θυμάμαι πάντα μία φράση του Αραγκόν, όταν ήταν σουρεαλιστής. Τον ρώτησε κάποιος: "Αν εκφραστεί κάποιος με τη σουρεαλιστική μέθοδο, θα γράψει καλά;". Τού απάντησε ο Γάλλος ποιητής: "Αν κανείς είναι ανόητος, με οποιαδήποτε μέθοδο κι αν γράψει, θα γράψει ανοησίες".
»Το ενδιαφέρον για τον Δημήτρη Χατζή είναι επίσης, καθώς ήταν ένας άνθρωπος που ταξίδεψε πολύ, και αθέλητα και επειδή το επιθυμούσε, ότι έχει φέρει μέσα στα γραφτά του την αίσθηση του ανοιχτού χώρου μέσα στον οποίο κινήθηκε».
- Διακρίνετε συγγένειες με ορισμένους μεταπολεμικούς πεζογράφους;
«Καθώς με ρωτήσατε για τον Χατζή, μου ήρθε συνειρμικά στο μυαλό ένας άλλος συγγραφέας, διηγηματογράφος κι αυτός, που πέθανε νέος, ο Μάριος Χάκκας. Είδατε; Από το ένα χι μού ήρθε το άλλο χι. Παρ' ό,τι μιλάει για τη μικρή κοινωνία της αθηναϊκής συνοικίας, έχει ομοιότητες με τον Χατζή: την εμβάθυνση στα πράγματα και τον πολύ δύσκολο συνδυασμό της κοινωνικής συνθήκης με την υπαρξιακή αγωνία. Και καθώς σκεφτόμουν αυτά τα δύο χι, μου ήρθε στο μυαλό κι ένα τρίτο χι, σπουδαίος συγγραφέας κι αυτός που χάθηκε νέος, με διαφορετικό έργο από τους προηγούμενους, αλλά εξίσου πολύτιμο, ο Γιώργος Χειμωνάς».
- Ο Δημήτρης Χατζής κράτησε πάντα αποστάσεις από την επίσημη κομματική γραμμή;
«Οι αποστάσεις δημιουργήθηκαν από την αδιάλλακτη κριτική στάση που είχε ο Δημήτρης Χατζής. Και επειδή ήταν δύσκολος άνθρωπος, το τράβαγε».
- Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, συνέπλευσε με τις ανανεωτικές τάσεις της Αριστεράς;
«Ηταν πολύ επικριτικός στον λεγόμενο υπαρκτό σοσιαλισμό και δεν έβλεπε να υπάρχει διέξοδος ούτε στις ανανεωτικές προσπάθειες που γίνονταν τότε. Δέκα χρόνια προτού καταρρεύσουν τα καθεστώτα, εκτιμούσε ότι δεν θα επιβιώσουν. Αλλά εμπνεόταν πάντα από τον σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο, με δημοκρατία. Είχε ζήσει στην πλάτη του την έλλειψη της δημοκρατίας».
Του ΒΑΣΙΛΗ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑ
Είκοσι πέντε χρόνια προχθές (20 Ιουλίου) από τον θάνατο του Δημήτρη Χατζή, του συγγραφέα τού «Τέλους της μικρής μας πόλης» και άλλων πολυδιαβασμένων βιβλίων. Στο πλαίσιο ενός μικρού αφιερώματος, αναζητήσαμε τη μαρτυρία ενός ομοτέχνου και φίλου του, του ποιητή Τίτου Πατρίκιου. Τον συναντήσαμε ένα πρωινό στο διαμέρισμα-καταφύγιο μιας γωνιακής πολυκατοικίας επί της οδού Μερκούρη, με θέα το Πάρκο Ριζάρη:
«Με τον Δημήτρη Χατζή επικοινώνησα τα χρόνια της χούντας αλληλογραφικά, όταν εκείνος ζούσε στη Βουδαπέστη και εγώ βρισκόμουν στο Παρίσι. Από κοντά γνωριστήκαμε, όταν επιστρέψαμε κι οι δύο στην Ελλάδα, μετά τη μεταπολίτευση, και συνδεθήκαμε παρά πολύ. Μάλιστα, με είχε καλέσει σ' ένα συνέδριο ποιητών στη Βουδαπέστη, στο οποίο δεν μπόρεσα να πάω. Είχε θυμώσει, γιατί νόμιζε ότι δεν ήθελα να πάω εγώ. Ετσι, κοντραριστήκαμε λιγάκι.
»Οταν ξεκίνησε με μεγάλο ενθουσιασμό την έκδοση του περιοδικού "Το Πρίσμα", μου ζήτησε τη μετάφραση του εκτενούς ποιήματος "Εικόνες στον Ροβινσώνα Κρούσο" του Σεν Τζον Περς, για τον οποίο τρέφαμε και οι δύο την ίδια αγάπη. Σ' αυτή τη μετάφραση αφιέρωσα ένα ολόκληρο καλοκαίρι, η οποία ωστόσο άρεσε στον Χατζή. Για μένα και για άλλους ήταν ένας καλός, αλλά δύσκολος φίλος».
- Είκοσι πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, το έργο του εξακολουθεί να παραμένει ζωντανό, κι αν ναι, γιατί;
«Ο Χατζής δίνει μια επαρχιακή κοινωνία στα διηγήματά του. Κι έχουμε την τάση να αντιμετωπίζουμε κάτι που είναι επαρχιακό σαν επαρχιώτικο. Δηλαδή, ως κλειστό, εσωστρεφές, αυτάρεσκο και αυτοεξυψωτικό απέναντι των ξένων πραγμάτων. Αντίθετα, ένας μεγάλος συγγραφέας, όπως είναι ο Χατζής, εμβαθύνοντας σε μια μικρή κοινωνία, μπορεί να συλλάβει και ν' αποδώσει συγκρούσεις, αντιθέσεις, υπερβάσεις, οι οποίες αποκτούν έναν οικουμενικό χαρακτήρα που απευθύνονται σ' όλους μας. Ενώ πολλά λογοτεχνικά έργα που χαρακτηρίζονται κοσμοπολιτικά, στην ουσία είναι επαρχιώτικα με την έννοια που είπα παραπάνω και τελικά δεν ενδιαφέρουν κανέναν».
- Σε ποια σημεία διαφοροποιείται από τη σύγχρονη διηγηματογραφία;
«Διαθέτει ένα στοιχείο, το οποίο πλέον σήμερα το υποτιμούμε, μην πω ότι το απορρίπτουμε. Είναι ελκυστικός στην ανάγνωση. Απολαμβάνεις να τον διαβάζεις. Και συχνά έχουμε την τάση να δίνουμε αξία μόνο στο στρυφνό και το δύσκολο γράψιμο. Θυμάμαι πάντα μία φράση του Αραγκόν, όταν ήταν σουρεαλιστής. Τον ρώτησε κάποιος: "Αν εκφραστεί κάποιος με τη σουρεαλιστική μέθοδο, θα γράψει καλά;". Τού απάντησε ο Γάλλος ποιητής: "Αν κανείς είναι ανόητος, με οποιαδήποτε μέθοδο κι αν γράψει, θα γράψει ανοησίες".
»Το ενδιαφέρον για τον Δημήτρη Χατζή είναι επίσης, καθώς ήταν ένας άνθρωπος που ταξίδεψε πολύ, και αθέλητα και επειδή το επιθυμούσε, ότι έχει φέρει μέσα στα γραφτά του την αίσθηση του ανοιχτού χώρου μέσα στον οποίο κινήθηκε».
- Διακρίνετε συγγένειες με ορισμένους μεταπολεμικούς πεζογράφους;
«Καθώς με ρωτήσατε για τον Χατζή, μου ήρθε συνειρμικά στο μυαλό ένας άλλος συγγραφέας, διηγηματογράφος κι αυτός, που πέθανε νέος, ο Μάριος Χάκκας. Είδατε; Από το ένα χι μού ήρθε το άλλο χι. Παρ' ό,τι μιλάει για τη μικρή κοινωνία της αθηναϊκής συνοικίας, έχει ομοιότητες με τον Χατζή: την εμβάθυνση στα πράγματα και τον πολύ δύσκολο συνδυασμό της κοινωνικής συνθήκης με την υπαρξιακή αγωνία. Και καθώς σκεφτόμουν αυτά τα δύο χι, μου ήρθε στο μυαλό κι ένα τρίτο χι, σπουδαίος συγγραφέας κι αυτός που χάθηκε νέος, με διαφορετικό έργο από τους προηγούμενους, αλλά εξίσου πολύτιμο, ο Γιώργος Χειμωνάς».
- Ο Δημήτρης Χατζής κράτησε πάντα αποστάσεις από την επίσημη κομματική γραμμή;
«Οι αποστάσεις δημιουργήθηκαν από την αδιάλλακτη κριτική στάση που είχε ο Δημήτρης Χατζής. Και επειδή ήταν δύσκολος άνθρωπος, το τράβαγε».
- Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, συνέπλευσε με τις ανανεωτικές τάσεις της Αριστεράς;
«Ηταν πολύ επικριτικός στον λεγόμενο υπαρκτό σοσιαλισμό και δεν έβλεπε να υπάρχει διέξοδος ούτε στις ανανεωτικές προσπάθειες που γίνονταν τότε. Δέκα χρόνια προτού καταρρεύσουν τα καθεστώτα, εκτιμούσε ότι δεν θα επιβιώσουν. Αλλά εμπνεόταν πάντα από τον σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο, με δημοκρατία. Είχε ζήσει στην πλάτη του την έλλειψη της δημοκρατίας».