Βιογραφικό σημείωμα
Ο Ηλίας Βενέζης (επίσημο όνομα Ηλίας Μέλλος)γεννήθηκε στο Αϊβαλί (Κυδωνιές) της Μ. Ασίας στις 4 Μάρτη 1904. Βενέζης λεγόταν ο παππούς του Δημήτριος (από τη πλευρά της μητέρας του). Είχε 6 αδέρφια.Τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα έζησε στο Αϊβαλί, μέχρι τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1914. Με το ξέσπασμα του πολέμου ο πατέρας του και μια αδερφή του αποκλείστηκαν στη Μ. Ασία ενώ η υπόλοιπη οικογένεια κατέφυγε στη Μυτιλήνη, όπου ο ίδιος γράφτηκε στο γυμνάσιο. Το 1919 επέστρεψαν όλοι στο Αϊβαλί (είχε προηγηθεί η αποβίβαση των ελληνικών στρατευμάτων στη Μ. Ασία) εκτός απ' την 'Αρτεμη, κόρη της οικογένειας, που πέθανε από επιδημία ισπανικής γρίππης στη Μυτιλήνη. Το Σεπτέμβρη του 1922 η οικογένειά του εγκατέλειψε οριστικά πλέον τη Μ. Ασία. Ο ίδιος όμως δεν πρόλαβε να επιβιβαστεί στο πλοίο: τον έπιασαν αιχμάλωτο μαζί με 3.000 ακόμη Έλληνες Μικρασιάτες και τον έστειλαν στα τάγματα εργασίας για 14 μήνες, αλλά ήταν ένας από τους 23 αιχμαλώτους-επιζώντες της ομάδας του. Όταν αφέθηκε ελεύθερος το 1923, επέστρεψε στη Λέσβο για να βρει την οικογένειά του. Εκεί εργάστηκε αρχικά στο Πλωμάρι ως υπάλληλος της Διευθύνσεως Κτημάτων εξ Ανταλλαγής του Υπ. Γεωργίας και στη συνέχεια ως υπάλληλος στις τράπεζες Εθνική κι Ελλάδος. Εκεί υπήρχε αξιόλογη λογοτεχνική κίνηση με πρωτεργάτη τον Στράτη Μυριβήλη, (η λεγόμενη και Λεσβιακή 'Ανοιξη). Αυτός μάλιστα τον παρακίνησε να καταγράψει την αιχμαλωσία του. Ο Βενέζης ήταν μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Τα έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες, κάνοντας γνωστή την ελληνική λογοτεχνία στο εξωτερικό. Πέθανε το 1973.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Το νούμερο 31328 (1924/1931) Στο πρώτο του αυτό πεζογράφημα ο Βενέζης καταγράφει τις εμπειρίες του από την δεκατετράμηνη αιχμαλωσία στα τάγματα εργασίας.
Γαλήνη (1939)Στο μυθιστόρημα "Γαλήνη" (1939) ο Βενέζης αφηγείται την ιστορία μιας ομάδας προσφύγων από την Μικρασία, που έρχονται να εγκατασταθούν, το 1923, στην έρημη τότε γη της Αναβύσσου.
Αιολική γη (1943)Το μυθιστόρημα αυτό αναφέρεται στα παιδικά χρόνια του αφηγητή, του μικρού Πέτρου,
στο υποστατικό του παππού του στα Κιμιντένια, βουνά της Μ. Ασίας απέναντι από τη Μυτιλήνη, στις αρχές του 20ου αιώνα. Εκεί παραθερίζει κάθε καλοκαίρι με τις τέσσερις αδελφές του, τη Λένα, την Άρτεμη, την Αγάπη και την Ανθίππη.
Μπλοκ C. (θεατρικό έργο)
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Το νούμερο 31328 (1924/1931) Στο πρώτο του αυτό πεζογράφημα ο Βενέζης καταγράφει τις εμπειρίες του από την δεκατετράμηνη αιχμαλωσία στα τάγματα εργασίας.
Γαλήνη (1939)Στο μυθιστόρημα "Γαλήνη" (1939) ο Βενέζης αφηγείται την ιστορία μιας ομάδας προσφύγων από την Μικρασία, που έρχονται να εγκατασταθούν, το 1923, στην έρημη τότε γη της Αναβύσσου.
Αιολική γη (1943)Το μυθιστόρημα αυτό αναφέρεται στα παιδικά χρόνια του αφηγητή, του μικρού Πέτρου,
στο υποστατικό του παππού του στα Κιμιντένια, βουνά της Μ. Ασίας απέναντι από τη Μυτιλήνη, στις αρχές του 20ου αιώνα. Εκεί παραθερίζει κάθε καλοκαίρι με τις τέσσερις αδελφές του, τη Λένα, την Άρτεμη, την Αγάπη και την Ανθίππη.
Μπλοκ C. (θεατρικό έργο)
Το μυθιστόρημα αποτελεί το χρονικό της εγκατάστασης των προσφύγων στην περιοχή της Αναβύσσου. Τα γεγονότα είναι σχεδόν όλα αληθινά. Ρεαλιστικό μυθιστόρημα: Αποτυπώνει με ακρίβεια και παραστατικότητα την πραγματική όψη των καταστάσεων
Το έργο αφηγείται τις περιπέτειες των οικογενειών του γιατρού Δημήτρη Βένη, και του απλού αγρότη Φώτη Γλάρου, προσφύγων από την Παλαιά Φώκαια της Μικράς Ασίας, που εγκαταστάθηκαν μαζί με άλλους Φωκιανούς το Φθινόπωρο του 1924 στην παραλία της Αναβύσσου.
Ο συγγραφέας γράφει για τη "Γαλήνη":
Συμφορές, ξεριζώματα και μεταναστεύσεις πληθυσμών, αναστατώσεις της οικονομικής ζωής των ανθρώπων, αναστατώσεις και συγκρούσεις των ιδεών, τραύματα ψυχικά, - αυτά ήταν η νιότη μας. Και πλάι σʹ αυτά είναι το παρελθόν, είναι τα στρώματα της πικρίας του λαού αυτού απʹ τον οποίο ερχόμαστε. Κατοικούμε μια δύσκολη, αυχμηρή, ωστόσο πάντα πολυαγαπημένη γη. Οι θάλασσες του τόπου μας είναι φτωχές θάλασσες, κ' η ζωή των ψαράδων μας είναι σκληρή ζωή. Δεν έχουμε τις ατέλειωτες πεδιάδες άλλων τόπων, δεν έχουμε τα μεγάλα δάση, δεν έχουμε την ευλογία του Θεού, που κάνει ελαφρότερο το μόχθο του ανθρώπου. Οι ελιές μας φυτρώνουν στους βράχους και στα γυμνά βουνά, κ' είναι ποτισμένες περισσότερο με τα δάκρυά μας παρά με τη βροχή που στέλνουν τα σύννεφα. Οι αρχαίοι κάτοικοι του τόπου τούτου για να κάμουν ευμενείς τους θεούς απέναντί τους, για να τους κάμουν συναντιλήπτορες στις λύπες και στα βάσανά τους, τους κατέβασαν απ' τον ουρανό στη γη: τους έβαλαν πάνω στον Όλυμπο. Γιατί είχαν τη σοφία να ξέρουν πως ο πόνος είναι αφηρημένη έννοια αν δεν τον έχεις δοκιμάσει, πως μόνο ό,τι άγγισες με τα χέρια σου και την καρδιά σου, μόνο ό,τι πλήρωσες με αίμα σου είναι γνώριμο και μπορεί να 'βρει μέσα σου ηχώ. Έτσι οι κάτοικοι της Ελλάδας, όταν ζητούσαν απ' το γείτονά τους, - το Θεό του Ολύμπου, - να τους στείλει βροχή, ξέραν πως κι εκείνος δοκιμαζότανε απʹ την ανομβρία, πως κι εκείνος καταλάβαινε τι θα πει να θέλει τούτη η δύσκολη γη νερό, και νερό να μη στέλνουν τα σλυννεφα. Όταν τον παρακαλούσαν να στείλει άνεμο για να φουσκώσει τα πανιά των καϊκιών τους και για να βοηθήσει την καρποφορία των δέντρων τους, ξέραν πως έτσι να 'κανε ο Θεός απ' το θρόνο του, θα 'βλεπε τα σκληρά τους τα πρόσωπα να περιμένουν το έλεός του, πως αν αφουγκραζόταν θ' άκουε τους χτύπους της καρδιάς τους.
Έπειτα οι θεοί του Ολύμπου φύγανε και ήρθαν οι άνθρωποι, ήρθαν οι σκοτεινοί αιώνες των δεινών μας. Είμαστε ένας αληθινά πονεμένος, πολυβασανισμένος, πολυπικραμένος λαός. Έχουμε πίσω μας, έχουμε μέσα μας και μας παρακολουθούν αυτοί οι αιώνες της ανήκουστης οδύνης μας. Ο θάνατος στο λαό μας έγινε πρόσωπο οικείο. Οι μητέρες μας μέσα στ' άλλα χρέη τους, μέσα στο χρέος ν' αναστήσουν παιδιά και να τους μάθουν την αγάπη των εφέστιων θεών, παράδοση είχαν να ετοιμάζουν και να φυλάγουν στα σεντούκια τους τα νεκροσάβανα της οικογένειας. Το μεθύσι, που για άλλους λαούς είναι μέσο χαράς, για το δικό μας το λαό είναι σπουδή στο θεό της πικρίας. Με θολά σιωπηλά μάτια χορεύουμε και τραγουδούμε τραγούδια λυπητερά, τραγούδια όπου τα πουλιά και τα δέντρα και οι κορφές των βουνών γίνονται πλάσματα που μιλούν και μας παραστέκουν, γίνονται πλάσματα που επιτέλους μπορούμε να τους εμπιστευθούμε, αφού με τους ανθρώπους δεν το μπορούμε, - γιατί οι άνθρωποι μας πικράνανε.
Από αυτή τη γη, από αυτή τη μοίρα ερχόμαστε. Από ένα τέτοιο κλίμα έρχεται και η "Γαλήνη", ένα απ' τα πικρά βιβλία της γενιάς μας. Όμως θέλω να πιστεύω πως, αν τα βιβλία αυτά δεν είναι βιβλία της χαράς, δεν είναι και βιβλία της απαισιοδοξίας. Δεν είναι διόλου. Η πικρία είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων των ζωντανών οργανισμών. Γιατί αυτοί ζητούν πολλά απ' τη ζωή, και η ζωή τις περισσότερες φορές δίνει λίγα. Με τα λίγα μπορούν να ευτυχούν μόνο όσοι γέρασαν, - σωματικά ή ψυχικά, - επειδή αυτοί, μη έχοντας να περιμένουν τίποτα, είναι ευχαριστημένοι με τα ψίχουλα του δρόμου. Γι' αυτό και οι πικραμένοι άνθρωποι είναι στο βάθος οι πιο αισιόδοξοι: επειδή σ' αυτούς έμεινε ακόμα το προνόμιο ν' αγαπούν, να πιστεύουν στον άνθρωπο και στη ζωή, το προνόμιο να κυνηγούνε χίμαιρες.
(Απόσπασμα απο τον πρόλογο της τρίτης έκδοσης - 1943)
Στη μητέρα μας, το Αιγαίο, θα φυσούν σίγουρα κι εφέτος τα μελτέμια. Είναι ο καιρός τους. Τα κύματα, όπως πάντα, θα δέρνουν τους γυμνούς βράχους των νησιών, και στις ασέληνες νύχτες θα στεφανώνουν τον αφρό τους με άστρα. Σε κάποιο νησί του Αρχιπελάγου μας είναι ένας κόρφος. Λένε πως στο βυθό του αναπαύονται οι αρχαίες θαλασσινές θεότητες του Αιγαίου. Μια από αυτές τις νύχτες του καλοκαιριού θα ξυπνήσουν και θ’ ανέβουν στην επιφάνεια. Είναι ο καιρός τους. Θα πάνε ως το ακρογιάλι και θα ρωτήσουν τα γέρικα δέντρα, τις ελιάς με τους τυραννισμένους κορμούς, να μάθουν αν τίποτα νέο υπάρχει απ’ την Ελλάδα, - για τον Πάνα και για τους Σατύρους. Τα φύλλα θα σαλέψουν αλαφρά για ν’ αποκριθούν πως «Όχι. Τίποτα ακόμα.» «Άραγες θα ζουν;» θα ρωτήσουν πάλι οι πικραμένες θεότητες της θάλασσας. Κι οι ελιές που είναι βέβαιες γι’ αυτό θα τις ησυχάσουν. «Ω! Πώς γίνεται να πεθάνουν;»
(Πρόλογος τέταρτης έκδοσης - 1943)
Χαρακτηριστικά αποσπάσματα
Η ΜΑΚΡΙΝΗ ΛΙΤΑΝΕΙΑ ολοένα πλησιάζει. Το σύννεφο η σκόνη μακραίνει πιο πολύ μες στην πυκνή ατμόσφαιρα. Σιγά ‐ σιγά εξοικειώνεται, δένεται μαζί της και χάνεται μέσα της, με την ικανότητα της προσαρμογής που έχουν τα πράγματα του κόσμου τούτου. Όμως, κάτω απ' το σύννεφο η εξοικείωση δεν είναι εύκολη. Ένα κοπάδι γυναίκες, παιδιά και γέροντες βογκούν δυνατά, κυνηγημένοι απ' τον ήλιο, απ' τη στέρηση και απ' την εξάντληση του δρόμου. Στα πρόσωπα ο ίδρος, ζυμωμένος με τη σκόνη, στάζει σα λάσπη. Νέοι άντρες είναι λίγοι. Οι πιο πολλοί του κοπαδιού περπατούν ξυπόλητοι, κι όλοι σηκώνουν στον ώμο ένα φορτίο, ένα τσουβάλι γεμάτο ή έναν μπόγο.
—Αχ! Που μας στέλνουν να ζήσουμε! Που μας στέλνουν! τσίριζε δυνατά μια γυναίκα. Εδώ είναι έρημος! Έρημος!
Τότε οι άλλες γυναίκες, με το σύνθημα το δοσμένο απ' τη μια, άρχισαν να ολολύζουν, όλες μαζί, και να καταριούνται τη μοίρα τους.
—Θα πεθάνουμε σ' αυτό τον άγριο τόπο! Θα πεθάνουμε, εμείς και τα παιδιά μας! Θα πεθάνουμε!
Οι άντρες κ' οι γέροι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να πολεμήσουν τον πανικό. Καθένας πολεμούσε να ησυχάσει την πλαϊνή του γυναίκα, τη γυναίκα του, τη μητέρα του. Μα η απελπισία έτρεχε μες στον πηχτόν αγέρα, δύναμη γόνιμη σαν τη γύρη.
—Τίποτα!... ολόλυζαν. Τίποτα δε θα μας γλυτώσει! Εδώ θα μείνουμε!...
Φώναζαν για ένα δέντρο. Να ήταν ένα δέντρο να ξαποστάσουν κάτω απ' τον ίσκιο του. Μα σ' όλη την άπλα του μικρού κάμπου μια γραμμή καν δε φαινόταν στυλωμένη κατά τον ουρανό. Μαύριζε μονάχα ο τόπος απ' τα σκίνα, που πάνω τους έτρεμε ο ήλιος.
Το μαρτύριο του νερού ήρθε, τότε, στη δύσκολη ώρα. Όταν ξεκίνησαν απ' τα Καλύβια, το τελευταίο κατοικημένο μέρος της περιοχής, τους είχαν πει πως στο μονοπάτι απάνω θα βρουν δυο πηγάδια. Κ' ύστερα, κοντά στη θάλασσα, θα βρουν άλλο ένα. Είχαν βρει το πρώτο, ξεδίψασαν, και πήγαιναν για το άλλο. Η προσδοκία του μέρευε τη φοβερή δίψα, κ' επειδή ήταν μια προσδοκία, μέρευε λίγο την καρδιά τους με φως.
Όταν, απ' την εμπροσθοφυλακή τους, τους πρώτους που βαδίζαν, ήρθε το άγγελμα:
—Είναι ξερό! Το πηγάδι είναι ξερό!
Τότε, αδύναμοι πια να χτυπηθούν με τη μοίρα τους, καθήσαν όλοι μονομιάς καταγής, και το σύννεφο που σήκωναν τα ματωμένα ποδάρια σταμάτησε απάνω τους. Ένα βαρύ μουκανητό πέρασε μέσα απ' το κίτρινο τούτο πέπλο και προσπάθησε ν' ανέβει στο Θεό.
—Τι φταίξαμε! φωνάζανε. Τι φταίξαμε!
Φωνάζαν. Ύστερα, σιγά, η φωνή τους αδυνάτισε, ίσαμε που έσβησε σε χαμηλά βογκητά.
Τότε ακούστηκαν τα βήματα ενός συντρόφου τους, που είχε πάει μπροστά μονάχος και τώρα γύριζε πίσω φωνάζοντας:
—Σηκωθείτε! Σηκωθείτε! Η θάλασσα!
Η θάλασσα! Που ήταν, λοιπόν, η θάλασσα! Ο πεσμένος όγκος σάλεψε μονομιάς σαν κύμα. Η ζεστή εικόνα το ανατάραξε, κ' ύστερα το κίνησε ορμητικά, με τη φοβερή δύναμη που έχουν οι λέξεις.
—Σηκωθείτε! Σηκωθείτε! φώναζαν οι άντρες. Λίγο κουράγιο ακόμα! Φτάνουμε στη θάλασσα!
Το σύννεφο, που είχε χαμηλώσει απάνω τους, έκαμε πάλι πανιά και κίνησε πάλι μαζί τους, ουράνιο πλοίο. Τρέχαν χαμηλά, στρίψαν ένα μικρό ύψωμα, όταν νέα φωνή, πιο ζεστή και πιο άγρια, σηκώθηκε να διαλυθεί μες στη σκόνη:
—Το αλάτι! Το αλάτι! Κοιτάξτε λοιπόν κει κάτω!
Οι άσπρες κολόνες των αλυκών, ακίνητο και ανέκφραστο μνημείο, παίζαν με τη σιωπή του βάθους και με το φως. Τίποτα δεν μπορούσε να είναι πιο ακίνητο και πιο ανέκφραστο από αυτό στο ξερό τοπίο.
Όμως για τους ανθρώπους τούτους οι κολόνες γίνονταν μονομιάς μαγεία, πλέαν πάνω στο κύμα και στα βουνά, πέρα, κατά τη μακρινή πατρίδα, εκεί όπου ίδιες κολόνες άσπριζαν, ίδιες σαν αυτές εδώ.
Ήταν ένα ξαφνικό ανασάλεμα της μνήμης και της καρδιάς, ένα μακρινό μήνυμα απ' την εφέστια γη.
—Ας είσαι βλογημένος! φώναζαν στο Θεό. Τουλάχιστο είναι αυτό εκεί, — και δείχναν το αλάτι.
...............................................................................................................................................................................................................................................
ΟΙ ΚΑΛΥΒΕΣ των Φωκιανών σιγά ‐ σιγά άρχισαν να ψηλώνουν. Το χώμα είχε πολύν άμμο, όμως πιο καλό δε βρισκόταν. Μ' αυτό κάναν πλίθους. Στην αρχή δυσκολεύτηκαν πολύ από νερό, γιατί ήταν φόβος το μοναδικό πηγάδι που βρισκόταν να μην έσωνε να τους δώσει μήτε το νερό που ήταν χρήσιμο για τη ζωή τους. Το παίρναν με οικονομία. Από τότε όμως που δυο ‐ τρεις Φωκιανοί βρήκαν νερό κι άνοιξαν τρία πηγάδια, στο μέρος που ο καθένας είχε διαλέξει για το καλύβι του, πέρασε κι αυτός ο φόβος. "Είναι η ίδια φλέβα που κλαδώνεται κάτω απ' τη γη", είχε πει ο γερο ‐ Ματθαίος, ένας σεβάσμιος γέροντας, τελευταίος κληρονόμος του προνόμιου της πανάρχαιης παράδοσης των ραβδοσκόπων, που είχε η φαμίλια του στην πατρίδα τους, να μαντεύουν το μέρος που είχε νερό.
Ήταν μια δύναμη υπερφυσική και σκοτεινή, που επιβαλλόταν στους απλούς τούτους ανθρώπους σαν υπαγόρευση του ουρανού.
Την άλλη μέρα κιόλας σαν ήρθαν στην Ανάβυσσο, ο γερο ‐ Ματθαίος κοίταξε από που έβγαινε ο ήλιος. Είχε μια νύφη με τα δυο παιδιά της. Ο γιος του είχε μείνει αιχμάλωτος στην Ανατολή.
—Να σε βαστάξω, πατέρα, είπε η νύφη, και τον έστησε καταπρόσωπο στον ήλιο.
Τότε ο γέρος έκαμε το σταυρό του τρεις φορές, ύστερα γονάτισε κ' έκαμε τρεις μετάνιες, φιλώντας τη γη και προσευχόμενος. Ύστερα σηκώθηκε, πήρε το ραβδί του κι άρχισε να περπατά αργά, σα να έψαυε, σιωπηλός, αποτραβηγμένος στον εαυτό του. Από πίσω τον ακολουθούσαν η νύφη και τα εγγόνια του. Κάπου ‐ κάπου σταματούσε, σήκωνε το ραβδί του με τρόπο που να μην αγγίζει τη γη, κ'
έμενε εκεί, με τα μάτια του στηλωμένα επίμονα στο χώμα, περιμένοντας τη μυστηριακή απόκριση του νερού που έτρεχε, σκοτεινά, στα έγκατα. Δεν έβρισκε, και πάλι προχωρούσε.
Τέλος, κάποτε, σταμάτησε οριστικά.
Το χέρι που βαστούσε το ραβδί άρχισε να τρέμει αλαφρά. Στο σεβάσμιο πρόσωπο περιχύθηκε, τότε, ανεπαίσθητη ωχρότητα. Ήταν φανερό πόσο όλες οι δυνάμεις είχαν συγκεντρωθεί στο ίδιο σημείο. Τα χείλη του κινήθηκαν.
—Εδώ, είπε.
Και χτύπησε τη γη με το ραβδί του.
Βρήκαν τη φλέβα σε είκοσι μέτρα βάθος. Έσκαψε το πιο πολύ η νύφη του ραβδοσκόπου, μια γερή, μελαχρινή, δυστυχισμένη νέα γυναίκα. Βοήθησε κ' ένας συγγενής τους, μα το πιο πολύ βάρος έπεσε στη γυναίκα. Ήταν σκληρή δουλειά. Γι' αυτό, βγαίνοντας απ' το μεγάλο λάκκο, που ολοένα βάθαινε, μουσκεμένη στον ίδρο, έπεφτε καταγής ξεσπώντας σε αναφιλητά.
—Αχ, γιατί να μείνει! έλεγε, κ' έκλαιγε για τον άντρα της που άφησε στην Ανατολή. Τι θ' απογίνουμε!
Τι θ' απογίνουμε!
Ο γερο ‐ ραβδοσκόπος άπλωνε τότε τα χέρια του, ώσπου να βρει το κορμί της, και τότε τη χάδευε στο κεφάλι.
—Σώπα, κόρη μου, έλεγε. Να δεις που θα 'ρθει, κι όλα θα σιάξουν τότες.
...................................................................................................................................................................................................................................................
Στην κατασκήνωση των προσφύγων έγινε μικρή κίνηση. Οι άνθρωποι σηκώνονταν όρθιοι, ο ένας έδειχνε στον άλλο κατά το μέρος της μικρής χαράδρας που άνοιγε ανάμεσα στους λόφους.
― Κοιτάξτε! Έρχουνται άνθρωποι! Ποιοι να ’ναι;
Ήταν μια πομπή δεκαπέντε ίσαμε είκοσι βλάχοι, νέοι και γέροντες. Με τα λιοκαμένα πρόσωπα, όλα με μακριές γενειάδες, με τις κάπες τους και τις γκλίτσες στα χέρια, πλησίαζαν σιωπηλά, μ’ επισημότητα, φιγούρες ερχόμενες από παμπάλαιους χρόνους. Το αργό περπάτημα και η σιωπή τους σκόρπισε μονομιάς ένα απροσδιόριστο αίσθημα φόβου στο κοπάδι των Φωκιανών.
Όλοι μαζευτήκαν ασυναίσθητα στο ίδιο μέρος, στο κέντρο της κατασκήνωσής τους. Σα να θέλαν να συγκεντρώσουν τη δύναμή τους.
― Ώρα καλή! είπε ο πρώτος βοσκός, ένας αψηλός γέροντας, ο πιο σεβάσμιος απ’ όλους, ο ίδιος που ο αναγνώστης θυμάται, τη χτεσινή νύχτα, στην κορφή του βουνού. Ώρα καλή! είπε κ’ έφερε ένα γύρο τη ματιά του.
Από δεξιά κι από ζερβά κι από πίσω του σταθήκαν οι άλλοι οι δικοί του, οι βοσκοί, ακουμπώντας με τις μασχάλες στις γκλίτσες τους.
― Καλώς τους! αποκριθήκαν πολλά στόματα οι πρόσφυγες.
― Τι είσαστε;
― Πρόσφυγες είμαστε! Πατρίδα μας ήταν οι Φώκες!
― Και τώρα πούθε ερχόσαστε;
― Ένα χρόνο περιπλανηθήκαμε στα μέρη της Πελοπόννησος κ’ υποφέραμε πολύ. Τώρα μας δώσαν τη γη εδώ, για να μείνουμε.
Ανάμεσα στις στερεωμένες γκλίτσες των βοσκών έγινε μικρή κίνηση. Μετακινηθήκαν, σάλεψαν λίγο, πάλι ησυχάσαν. Κανένας δε μίλησε άλλος απ’ το γέροντα.
― Σας δώσαν, είπες, τη γη αυτή; κ’ η φωνή του άρχισε να γίνεται τραχιά. Ποιος σας την έδωσε; Ποια γη;
― Το Κράτος μάς είπε: «Δική σας είναι η γης της Ανάβυσσος.» Μας είπε να ’ρθουμε και να την πάρουμε!
― Σας είπε να ’ρθετε και να την πάρετε; Και πού ’ναι τα κοπάδια σας, τα ζωντανά σας;
― Δεν έχουμε κοπάδια. Δεν είμαστε βοσκοί. Θα ξεχερσώσουμε τη γη, και θα φυτέψουμε αμπέλια, και θα σπείρουμε σιτάρι.
― Τι μιλάς, άνθρωπε, για σιτάρι και για αμπέλια που θα φυτέψετε σ’ αυτή τη γη! φωνάζει έξαλλος ο γέροντας. Τήρα λοιπόν κατά κει!
Σήκωσε το χέρι που βαστούσε το ραβδί του κ’ έγραψε έναν κύκλο σ’ όλο το μικρό κάμπο τον κλεισμένο απ’ τους λόφους. Χωρίς να το θέλουν, όλα τα μάτια ακολούθησαν τον κύκλο, υποταγμένα στην προσταγή της χειρονομίας.
― Από τότες που είμαστε εμείς εδώ, λέει η αυστηρή φωνή, κι από τότες που ήταν οι πατέρες μας, κ’ οι πατέρες τους, σ’ ετούτη τη γη μονάχα βούρλα και πουρνάρι βλασταίνουν, και τίποτ’ άλλο δεν έζησε εδώ εξόν τα κοπάδια μας! Λοιπόν, για τι σιτάρι και για τι αμπέλια μού μιλάς!
Είχε το βαρύ, το ακατάλυτο και ανελέητο των παμπάλαιων πραγμάτων, της μοίρας ή του θανάτου, η βαθιά φωνή που ερχόταν από μακρινούς χρόνους να υπερασπίσει τη γη τους απ’ τους βάρβαρους.
― Μονάχα τα κοπάδια μας, σου είπα, κ’ εμείς μπορούμε να κάμουμε στον έρημο τούτον τόπο, γιατί έτσι το βρήκαμε απ’ τους γονιούς μας. Μονάχα εμείς μπορούμε να βαστάξουμε εδώ, γιατί μας φωνάζει το χώμα, αυτό κι όχι άλλο! Λοιπόν, τι γυρεύετε εσείς, φουκαράδες στα μέρη μας;
Έλεγε, έλεγε κ’ η φωνή του έτρεμε, σα να προαισθανόταν πως η προσπάθεια ήταν μάταιη.
― Θα πεθάνετε στη δίψα! έλεγε. Πηγή νερό δε βρίσκεται εδώ. Κι αν σκάψετε βαθιά και βρείτε φλέβα, το νερό θα ’ναι γλυφό σα θάλασσα. Θα σας ρημάξουν οι πυρετοί, κι ο αγέρας κι ο άμμος. Αν γίνει και φυτρώσει σπαρτό, ο άμμος θα κάθεται απάνω στο φύλλο του και στον καρπό του και θα τον ξεραίνει. Πριν δείτε σοδειά, θα ’χετε πεθάνει, εσείς και τα παιδιά σας. Λοιπόν, φύγετε, σου λέω!
Το επανάλαβε ξερά, άγρια, τραχιά:
― Φύγετε, είπα, από δω!
Είπε, σώπασε, κι ακούμπησε το ραβδί του, κοιτάζοντας μες στα μάτια το κοπάδι τους Φωκιανούς.
Ένα σούσουρο έγινε τότε ανάμεσα στους πρόσφυγες. Η φωνή του τόπου, που μιλούσε μέσο του γέροντα, τα δεινά και το όραμα του θανάτου, φοβερού και βέβαιου, που έσυρε πάνω απ’ τα κεφάλια τους, τους είχε μουδιάσει, σκόρπισε μέσα τους το φόβο, πυκνό σύννεφο σε γυμνό ουρανό. Στέκαν βουβοί, γυμνά δέντρα, γυμνές ρίζες που σαλεύουν στα τυφλά, μπλέκουν μες στον αγέρα τα πλοκάμια τους, τυραννισμένα και βίαια, γυρεύοντας, με το ένστιχτο των πραγμάτων, χώμα.
Στέκαν, ίσαμε που το αγέρι του Σαρωνικού που φύσησε τράβηξε από πάνω τους το πνεύμα του πανικού. Τότε, το ίδιο άγρια, σκληρά, μ’ όλες τις σκοτεινές δυνάμεις των κορμιών που γύρευαν πια ν’ ακουμπήσουν στέρεα, στην αρχή μια φωνή, ύστερα όλες μαζί, γυναίκες και γερόντοι και άντρες του κοπαδιού, άρχισαν να ουρλιάζουν:
― Δε φεύγουμε από δω! Ποτές πια! Μας δώσαν τη γη και θα μείνουμε! Θα μείνουμε! Θα μείνουμε!
Ο άνεμος πήρε τις φωνές και τις σκόρπισε, τις χτύπησε στις πλαγιές του βουνού και τις δυνάμωσε. Ένα σύννεφο άμμος σηκώθηκε και τους τύλιξε μέσα του. Αλάλαζαν και κουνούσαν τα χέρια τους ψηλά, μες στο θολό σύννεφο, θολοί σαν τέρατα του βυθού.
― Θα μείνουμε δω, κι ας πεθάνουμε! Θα μείνουμε πια, κι ας πεθάνουμε!
Τότε ο θυμός που φούσκωνε ξέσπασε και στην άλλη μεριά, στους βλάχους.
― Ε, λοιπόν! φώναζε ο γέροντας, φωνάζαν τώρα κ’ οι άλλοι βοσκοί. Μείνετε, λοιπόν, και θα δούμε ποιος θα στεριώσει σ’ αυτή τη γη! Θα σας χτυπήσουμε όπου σας βρούμε, θα σκοτώσουμε τα ζωντανά σας αν τύχει και κάμετε, θα πατήσουμε τα σπαρτά σας αν ριζώσουν! Χάρη ποτέ σας δε θα βρείτε σ’ εμάς και στα παιδιά μας, ίσαμε που να ξεκληριστεί η φύτρα σας και να σβήσει!
Είχαν χαθεί μες στη χαράδρα, απ’ όπου είχαν έρθει, κι ακόμα ακούγονταν οι φοβερές φωνές τους.
Τότε το σύννεφο ο άμμος χαμήλωσε και κατακάθισε στη γη. Αμίλητο, βαρύ, πιεσμένο απ’ το στυφό κύμα το φόβο, έγειρε και το κοπάδι των Φωκιανών στη γη.
Το έργο αφηγείται τις περιπέτειες των οικογενειών του γιατρού Δημήτρη Βένη, και του απλού αγρότη Φώτη Γλάρου, προσφύγων από την Παλαιά Φώκαια της Μικράς Ασίας, που εγκαταστάθηκαν μαζί με άλλους Φωκιανούς το Φθινόπωρο του 1924 στην παραλία της Αναβύσσου.
Ο συγγραφέας γράφει για τη "Γαλήνη":
Συμφορές, ξεριζώματα και μεταναστεύσεις πληθυσμών, αναστατώσεις της οικονομικής ζωής των ανθρώπων, αναστατώσεις και συγκρούσεις των ιδεών, τραύματα ψυχικά, - αυτά ήταν η νιότη μας. Και πλάι σʹ αυτά είναι το παρελθόν, είναι τα στρώματα της πικρίας του λαού αυτού απʹ τον οποίο ερχόμαστε. Κατοικούμε μια δύσκολη, αυχμηρή, ωστόσο πάντα πολυαγαπημένη γη. Οι θάλασσες του τόπου μας είναι φτωχές θάλασσες, κ' η ζωή των ψαράδων μας είναι σκληρή ζωή. Δεν έχουμε τις ατέλειωτες πεδιάδες άλλων τόπων, δεν έχουμε τα μεγάλα δάση, δεν έχουμε την ευλογία του Θεού, που κάνει ελαφρότερο το μόχθο του ανθρώπου. Οι ελιές μας φυτρώνουν στους βράχους και στα γυμνά βουνά, κ' είναι ποτισμένες περισσότερο με τα δάκρυά μας παρά με τη βροχή που στέλνουν τα σύννεφα. Οι αρχαίοι κάτοικοι του τόπου τούτου για να κάμουν ευμενείς τους θεούς απέναντί τους, για να τους κάμουν συναντιλήπτορες στις λύπες και στα βάσανά τους, τους κατέβασαν απ' τον ουρανό στη γη: τους έβαλαν πάνω στον Όλυμπο. Γιατί είχαν τη σοφία να ξέρουν πως ο πόνος είναι αφηρημένη έννοια αν δεν τον έχεις δοκιμάσει, πως μόνο ό,τι άγγισες με τα χέρια σου και την καρδιά σου, μόνο ό,τι πλήρωσες με αίμα σου είναι γνώριμο και μπορεί να 'βρει μέσα σου ηχώ. Έτσι οι κάτοικοι της Ελλάδας, όταν ζητούσαν απ' το γείτονά τους, - το Θεό του Ολύμπου, - να τους στείλει βροχή, ξέραν πως κι εκείνος δοκιμαζότανε απʹ την ανομβρία, πως κι εκείνος καταλάβαινε τι θα πει να θέλει τούτη η δύσκολη γη νερό, και νερό να μη στέλνουν τα σλυννεφα. Όταν τον παρακαλούσαν να στείλει άνεμο για να φουσκώσει τα πανιά των καϊκιών τους και για να βοηθήσει την καρποφορία των δέντρων τους, ξέραν πως έτσι να 'κανε ο Θεός απ' το θρόνο του, θα 'βλεπε τα σκληρά τους τα πρόσωπα να περιμένουν το έλεός του, πως αν αφουγκραζόταν θ' άκουε τους χτύπους της καρδιάς τους.
Έπειτα οι θεοί του Ολύμπου φύγανε και ήρθαν οι άνθρωποι, ήρθαν οι σκοτεινοί αιώνες των δεινών μας. Είμαστε ένας αληθινά πονεμένος, πολυβασανισμένος, πολυπικραμένος λαός. Έχουμε πίσω μας, έχουμε μέσα μας και μας παρακολουθούν αυτοί οι αιώνες της ανήκουστης οδύνης μας. Ο θάνατος στο λαό μας έγινε πρόσωπο οικείο. Οι μητέρες μας μέσα στ' άλλα χρέη τους, μέσα στο χρέος ν' αναστήσουν παιδιά και να τους μάθουν την αγάπη των εφέστιων θεών, παράδοση είχαν να ετοιμάζουν και να φυλάγουν στα σεντούκια τους τα νεκροσάβανα της οικογένειας. Το μεθύσι, που για άλλους λαούς είναι μέσο χαράς, για το δικό μας το λαό είναι σπουδή στο θεό της πικρίας. Με θολά σιωπηλά μάτια χορεύουμε και τραγουδούμε τραγούδια λυπητερά, τραγούδια όπου τα πουλιά και τα δέντρα και οι κορφές των βουνών γίνονται πλάσματα που μιλούν και μας παραστέκουν, γίνονται πλάσματα που επιτέλους μπορούμε να τους εμπιστευθούμε, αφού με τους ανθρώπους δεν το μπορούμε, - γιατί οι άνθρωποι μας πικράνανε.
Από αυτή τη γη, από αυτή τη μοίρα ερχόμαστε. Από ένα τέτοιο κλίμα έρχεται και η "Γαλήνη", ένα απ' τα πικρά βιβλία της γενιάς μας. Όμως θέλω να πιστεύω πως, αν τα βιβλία αυτά δεν είναι βιβλία της χαράς, δεν είναι και βιβλία της απαισιοδοξίας. Δεν είναι διόλου. Η πικρία είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων των ζωντανών οργανισμών. Γιατί αυτοί ζητούν πολλά απ' τη ζωή, και η ζωή τις περισσότερες φορές δίνει λίγα. Με τα λίγα μπορούν να ευτυχούν μόνο όσοι γέρασαν, - σωματικά ή ψυχικά, - επειδή αυτοί, μη έχοντας να περιμένουν τίποτα, είναι ευχαριστημένοι με τα ψίχουλα του δρόμου. Γι' αυτό και οι πικραμένοι άνθρωποι είναι στο βάθος οι πιο αισιόδοξοι: επειδή σ' αυτούς έμεινε ακόμα το προνόμιο ν' αγαπούν, να πιστεύουν στον άνθρωπο και στη ζωή, το προνόμιο να κυνηγούνε χίμαιρες.
(Απόσπασμα απο τον πρόλογο της τρίτης έκδοσης - 1943)
Στη μητέρα μας, το Αιγαίο, θα φυσούν σίγουρα κι εφέτος τα μελτέμια. Είναι ο καιρός τους. Τα κύματα, όπως πάντα, θα δέρνουν τους γυμνούς βράχους των νησιών, και στις ασέληνες νύχτες θα στεφανώνουν τον αφρό τους με άστρα. Σε κάποιο νησί του Αρχιπελάγου μας είναι ένας κόρφος. Λένε πως στο βυθό του αναπαύονται οι αρχαίες θαλασσινές θεότητες του Αιγαίου. Μια από αυτές τις νύχτες του καλοκαιριού θα ξυπνήσουν και θ’ ανέβουν στην επιφάνεια. Είναι ο καιρός τους. Θα πάνε ως το ακρογιάλι και θα ρωτήσουν τα γέρικα δέντρα, τις ελιάς με τους τυραννισμένους κορμούς, να μάθουν αν τίποτα νέο υπάρχει απ’ την Ελλάδα, - για τον Πάνα και για τους Σατύρους. Τα φύλλα θα σαλέψουν αλαφρά για ν’ αποκριθούν πως «Όχι. Τίποτα ακόμα.» «Άραγες θα ζουν;» θα ρωτήσουν πάλι οι πικραμένες θεότητες της θάλασσας. Κι οι ελιές που είναι βέβαιες γι’ αυτό θα τις ησυχάσουν. «Ω! Πώς γίνεται να πεθάνουν;»
(Πρόλογος τέταρτης έκδοσης - 1943)
Χαρακτηριστικά αποσπάσματα
Η ΜΑΚΡΙΝΗ ΛΙΤΑΝΕΙΑ ολοένα πλησιάζει. Το σύννεφο η σκόνη μακραίνει πιο πολύ μες στην πυκνή ατμόσφαιρα. Σιγά ‐ σιγά εξοικειώνεται, δένεται μαζί της και χάνεται μέσα της, με την ικανότητα της προσαρμογής που έχουν τα πράγματα του κόσμου τούτου. Όμως, κάτω απ' το σύννεφο η εξοικείωση δεν είναι εύκολη. Ένα κοπάδι γυναίκες, παιδιά και γέροντες βογκούν δυνατά, κυνηγημένοι απ' τον ήλιο, απ' τη στέρηση και απ' την εξάντληση του δρόμου. Στα πρόσωπα ο ίδρος, ζυμωμένος με τη σκόνη, στάζει σα λάσπη. Νέοι άντρες είναι λίγοι. Οι πιο πολλοί του κοπαδιού περπατούν ξυπόλητοι, κι όλοι σηκώνουν στον ώμο ένα φορτίο, ένα τσουβάλι γεμάτο ή έναν μπόγο.
—Αχ! Που μας στέλνουν να ζήσουμε! Που μας στέλνουν! τσίριζε δυνατά μια γυναίκα. Εδώ είναι έρημος! Έρημος!
Τότε οι άλλες γυναίκες, με το σύνθημα το δοσμένο απ' τη μια, άρχισαν να ολολύζουν, όλες μαζί, και να καταριούνται τη μοίρα τους.
—Θα πεθάνουμε σ' αυτό τον άγριο τόπο! Θα πεθάνουμε, εμείς και τα παιδιά μας! Θα πεθάνουμε!
Οι άντρες κ' οι γέροι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να πολεμήσουν τον πανικό. Καθένας πολεμούσε να ησυχάσει την πλαϊνή του γυναίκα, τη γυναίκα του, τη μητέρα του. Μα η απελπισία έτρεχε μες στον πηχτόν αγέρα, δύναμη γόνιμη σαν τη γύρη.
—Τίποτα!... ολόλυζαν. Τίποτα δε θα μας γλυτώσει! Εδώ θα μείνουμε!...
Φώναζαν για ένα δέντρο. Να ήταν ένα δέντρο να ξαποστάσουν κάτω απ' τον ίσκιο του. Μα σ' όλη την άπλα του μικρού κάμπου μια γραμμή καν δε φαινόταν στυλωμένη κατά τον ουρανό. Μαύριζε μονάχα ο τόπος απ' τα σκίνα, που πάνω τους έτρεμε ο ήλιος.
Το μαρτύριο του νερού ήρθε, τότε, στη δύσκολη ώρα. Όταν ξεκίνησαν απ' τα Καλύβια, το τελευταίο κατοικημένο μέρος της περιοχής, τους είχαν πει πως στο μονοπάτι απάνω θα βρουν δυο πηγάδια. Κ' ύστερα, κοντά στη θάλασσα, θα βρουν άλλο ένα. Είχαν βρει το πρώτο, ξεδίψασαν, και πήγαιναν για το άλλο. Η προσδοκία του μέρευε τη φοβερή δίψα, κ' επειδή ήταν μια προσδοκία, μέρευε λίγο την καρδιά τους με φως.
Όταν, απ' την εμπροσθοφυλακή τους, τους πρώτους που βαδίζαν, ήρθε το άγγελμα:
—Είναι ξερό! Το πηγάδι είναι ξερό!
Τότε, αδύναμοι πια να χτυπηθούν με τη μοίρα τους, καθήσαν όλοι μονομιάς καταγής, και το σύννεφο που σήκωναν τα ματωμένα ποδάρια σταμάτησε απάνω τους. Ένα βαρύ μουκανητό πέρασε μέσα απ' το κίτρινο τούτο πέπλο και προσπάθησε ν' ανέβει στο Θεό.
—Τι φταίξαμε! φωνάζανε. Τι φταίξαμε!
Φωνάζαν. Ύστερα, σιγά, η φωνή τους αδυνάτισε, ίσαμε που έσβησε σε χαμηλά βογκητά.
Τότε ακούστηκαν τα βήματα ενός συντρόφου τους, που είχε πάει μπροστά μονάχος και τώρα γύριζε πίσω φωνάζοντας:
—Σηκωθείτε! Σηκωθείτε! Η θάλασσα!
Η θάλασσα! Που ήταν, λοιπόν, η θάλασσα! Ο πεσμένος όγκος σάλεψε μονομιάς σαν κύμα. Η ζεστή εικόνα το ανατάραξε, κ' ύστερα το κίνησε ορμητικά, με τη φοβερή δύναμη που έχουν οι λέξεις.
—Σηκωθείτε! Σηκωθείτε! φώναζαν οι άντρες. Λίγο κουράγιο ακόμα! Φτάνουμε στη θάλασσα!
Το σύννεφο, που είχε χαμηλώσει απάνω τους, έκαμε πάλι πανιά και κίνησε πάλι μαζί τους, ουράνιο πλοίο. Τρέχαν χαμηλά, στρίψαν ένα μικρό ύψωμα, όταν νέα φωνή, πιο ζεστή και πιο άγρια, σηκώθηκε να διαλυθεί μες στη σκόνη:
—Το αλάτι! Το αλάτι! Κοιτάξτε λοιπόν κει κάτω!
Οι άσπρες κολόνες των αλυκών, ακίνητο και ανέκφραστο μνημείο, παίζαν με τη σιωπή του βάθους και με το φως. Τίποτα δεν μπορούσε να είναι πιο ακίνητο και πιο ανέκφραστο από αυτό στο ξερό τοπίο.
Όμως για τους ανθρώπους τούτους οι κολόνες γίνονταν μονομιάς μαγεία, πλέαν πάνω στο κύμα και στα βουνά, πέρα, κατά τη μακρινή πατρίδα, εκεί όπου ίδιες κολόνες άσπριζαν, ίδιες σαν αυτές εδώ.
Ήταν ένα ξαφνικό ανασάλεμα της μνήμης και της καρδιάς, ένα μακρινό μήνυμα απ' την εφέστια γη.
—Ας είσαι βλογημένος! φώναζαν στο Θεό. Τουλάχιστο είναι αυτό εκεί, — και δείχναν το αλάτι.
...............................................................................................................................................................................................................................................
ΟΙ ΚΑΛΥΒΕΣ των Φωκιανών σιγά ‐ σιγά άρχισαν να ψηλώνουν. Το χώμα είχε πολύν άμμο, όμως πιο καλό δε βρισκόταν. Μ' αυτό κάναν πλίθους. Στην αρχή δυσκολεύτηκαν πολύ από νερό, γιατί ήταν φόβος το μοναδικό πηγάδι που βρισκόταν να μην έσωνε να τους δώσει μήτε το νερό που ήταν χρήσιμο για τη ζωή τους. Το παίρναν με οικονομία. Από τότε όμως που δυο ‐ τρεις Φωκιανοί βρήκαν νερό κι άνοιξαν τρία πηγάδια, στο μέρος που ο καθένας είχε διαλέξει για το καλύβι του, πέρασε κι αυτός ο φόβος. "Είναι η ίδια φλέβα που κλαδώνεται κάτω απ' τη γη", είχε πει ο γερο ‐ Ματθαίος, ένας σεβάσμιος γέροντας, τελευταίος κληρονόμος του προνόμιου της πανάρχαιης παράδοσης των ραβδοσκόπων, που είχε η φαμίλια του στην πατρίδα τους, να μαντεύουν το μέρος που είχε νερό.
Ήταν μια δύναμη υπερφυσική και σκοτεινή, που επιβαλλόταν στους απλούς τούτους ανθρώπους σαν υπαγόρευση του ουρανού.
Την άλλη μέρα κιόλας σαν ήρθαν στην Ανάβυσσο, ο γερο ‐ Ματθαίος κοίταξε από που έβγαινε ο ήλιος. Είχε μια νύφη με τα δυο παιδιά της. Ο γιος του είχε μείνει αιχμάλωτος στην Ανατολή.
—Να σε βαστάξω, πατέρα, είπε η νύφη, και τον έστησε καταπρόσωπο στον ήλιο.
Τότε ο γέρος έκαμε το σταυρό του τρεις φορές, ύστερα γονάτισε κ' έκαμε τρεις μετάνιες, φιλώντας τη γη και προσευχόμενος. Ύστερα σηκώθηκε, πήρε το ραβδί του κι άρχισε να περπατά αργά, σα να έψαυε, σιωπηλός, αποτραβηγμένος στον εαυτό του. Από πίσω τον ακολουθούσαν η νύφη και τα εγγόνια του. Κάπου ‐ κάπου σταματούσε, σήκωνε το ραβδί του με τρόπο που να μην αγγίζει τη γη, κ'
έμενε εκεί, με τα μάτια του στηλωμένα επίμονα στο χώμα, περιμένοντας τη μυστηριακή απόκριση του νερού που έτρεχε, σκοτεινά, στα έγκατα. Δεν έβρισκε, και πάλι προχωρούσε.
Τέλος, κάποτε, σταμάτησε οριστικά.
Το χέρι που βαστούσε το ραβδί άρχισε να τρέμει αλαφρά. Στο σεβάσμιο πρόσωπο περιχύθηκε, τότε, ανεπαίσθητη ωχρότητα. Ήταν φανερό πόσο όλες οι δυνάμεις είχαν συγκεντρωθεί στο ίδιο σημείο. Τα χείλη του κινήθηκαν.
—Εδώ, είπε.
Και χτύπησε τη γη με το ραβδί του.
Βρήκαν τη φλέβα σε είκοσι μέτρα βάθος. Έσκαψε το πιο πολύ η νύφη του ραβδοσκόπου, μια γερή, μελαχρινή, δυστυχισμένη νέα γυναίκα. Βοήθησε κ' ένας συγγενής τους, μα το πιο πολύ βάρος έπεσε στη γυναίκα. Ήταν σκληρή δουλειά. Γι' αυτό, βγαίνοντας απ' το μεγάλο λάκκο, που ολοένα βάθαινε, μουσκεμένη στον ίδρο, έπεφτε καταγής ξεσπώντας σε αναφιλητά.
—Αχ, γιατί να μείνει! έλεγε, κ' έκλαιγε για τον άντρα της που άφησε στην Ανατολή. Τι θ' απογίνουμε!
Τι θ' απογίνουμε!
Ο γερο ‐ ραβδοσκόπος άπλωνε τότε τα χέρια του, ώσπου να βρει το κορμί της, και τότε τη χάδευε στο κεφάλι.
—Σώπα, κόρη μου, έλεγε. Να δεις που θα 'ρθει, κι όλα θα σιάξουν τότες.
...................................................................................................................................................................................................................................................
Στην κατασκήνωση των προσφύγων έγινε μικρή κίνηση. Οι άνθρωποι σηκώνονταν όρθιοι, ο ένας έδειχνε στον άλλο κατά το μέρος της μικρής χαράδρας που άνοιγε ανάμεσα στους λόφους.
― Κοιτάξτε! Έρχουνται άνθρωποι! Ποιοι να ’ναι;
Ήταν μια πομπή δεκαπέντε ίσαμε είκοσι βλάχοι, νέοι και γέροντες. Με τα λιοκαμένα πρόσωπα, όλα με μακριές γενειάδες, με τις κάπες τους και τις γκλίτσες στα χέρια, πλησίαζαν σιωπηλά, μ’ επισημότητα, φιγούρες ερχόμενες από παμπάλαιους χρόνους. Το αργό περπάτημα και η σιωπή τους σκόρπισε μονομιάς ένα απροσδιόριστο αίσθημα φόβου στο κοπάδι των Φωκιανών.
Όλοι μαζευτήκαν ασυναίσθητα στο ίδιο μέρος, στο κέντρο της κατασκήνωσής τους. Σα να θέλαν να συγκεντρώσουν τη δύναμή τους.
― Ώρα καλή! είπε ο πρώτος βοσκός, ένας αψηλός γέροντας, ο πιο σεβάσμιος απ’ όλους, ο ίδιος που ο αναγνώστης θυμάται, τη χτεσινή νύχτα, στην κορφή του βουνού. Ώρα καλή! είπε κ’ έφερε ένα γύρο τη ματιά του.
Από δεξιά κι από ζερβά κι από πίσω του σταθήκαν οι άλλοι οι δικοί του, οι βοσκοί, ακουμπώντας με τις μασχάλες στις γκλίτσες τους.
― Καλώς τους! αποκριθήκαν πολλά στόματα οι πρόσφυγες.
― Τι είσαστε;
― Πρόσφυγες είμαστε! Πατρίδα μας ήταν οι Φώκες!
― Και τώρα πούθε ερχόσαστε;
― Ένα χρόνο περιπλανηθήκαμε στα μέρη της Πελοπόννησος κ’ υποφέραμε πολύ. Τώρα μας δώσαν τη γη εδώ, για να μείνουμε.
Ανάμεσα στις στερεωμένες γκλίτσες των βοσκών έγινε μικρή κίνηση. Μετακινηθήκαν, σάλεψαν λίγο, πάλι ησυχάσαν. Κανένας δε μίλησε άλλος απ’ το γέροντα.
― Σας δώσαν, είπες, τη γη αυτή; κ’ η φωνή του άρχισε να γίνεται τραχιά. Ποιος σας την έδωσε; Ποια γη;
― Το Κράτος μάς είπε: «Δική σας είναι η γης της Ανάβυσσος.» Μας είπε να ’ρθουμε και να την πάρουμε!
― Σας είπε να ’ρθετε και να την πάρετε; Και πού ’ναι τα κοπάδια σας, τα ζωντανά σας;
― Δεν έχουμε κοπάδια. Δεν είμαστε βοσκοί. Θα ξεχερσώσουμε τη γη, και θα φυτέψουμε αμπέλια, και θα σπείρουμε σιτάρι.
― Τι μιλάς, άνθρωπε, για σιτάρι και για αμπέλια που θα φυτέψετε σ’ αυτή τη γη! φωνάζει έξαλλος ο γέροντας. Τήρα λοιπόν κατά κει!
Σήκωσε το χέρι που βαστούσε το ραβδί του κ’ έγραψε έναν κύκλο σ’ όλο το μικρό κάμπο τον κλεισμένο απ’ τους λόφους. Χωρίς να το θέλουν, όλα τα μάτια ακολούθησαν τον κύκλο, υποταγμένα στην προσταγή της χειρονομίας.
― Από τότες που είμαστε εμείς εδώ, λέει η αυστηρή φωνή, κι από τότες που ήταν οι πατέρες μας, κ’ οι πατέρες τους, σ’ ετούτη τη γη μονάχα βούρλα και πουρνάρι βλασταίνουν, και τίποτ’ άλλο δεν έζησε εδώ εξόν τα κοπάδια μας! Λοιπόν, για τι σιτάρι και για τι αμπέλια μού μιλάς!
Είχε το βαρύ, το ακατάλυτο και ανελέητο των παμπάλαιων πραγμάτων, της μοίρας ή του θανάτου, η βαθιά φωνή που ερχόταν από μακρινούς χρόνους να υπερασπίσει τη γη τους απ’ τους βάρβαρους.
― Μονάχα τα κοπάδια μας, σου είπα, κ’ εμείς μπορούμε να κάμουμε στον έρημο τούτον τόπο, γιατί έτσι το βρήκαμε απ’ τους γονιούς μας. Μονάχα εμείς μπορούμε να βαστάξουμε εδώ, γιατί μας φωνάζει το χώμα, αυτό κι όχι άλλο! Λοιπόν, τι γυρεύετε εσείς, φουκαράδες στα μέρη μας;
Έλεγε, έλεγε κ’ η φωνή του έτρεμε, σα να προαισθανόταν πως η προσπάθεια ήταν μάταιη.
― Θα πεθάνετε στη δίψα! έλεγε. Πηγή νερό δε βρίσκεται εδώ. Κι αν σκάψετε βαθιά και βρείτε φλέβα, το νερό θα ’ναι γλυφό σα θάλασσα. Θα σας ρημάξουν οι πυρετοί, κι ο αγέρας κι ο άμμος. Αν γίνει και φυτρώσει σπαρτό, ο άμμος θα κάθεται απάνω στο φύλλο του και στον καρπό του και θα τον ξεραίνει. Πριν δείτε σοδειά, θα ’χετε πεθάνει, εσείς και τα παιδιά σας. Λοιπόν, φύγετε, σου λέω!
Το επανάλαβε ξερά, άγρια, τραχιά:
― Φύγετε, είπα, από δω!
Είπε, σώπασε, κι ακούμπησε το ραβδί του, κοιτάζοντας μες στα μάτια το κοπάδι τους Φωκιανούς.
Ένα σούσουρο έγινε τότε ανάμεσα στους πρόσφυγες. Η φωνή του τόπου, που μιλούσε μέσο του γέροντα, τα δεινά και το όραμα του θανάτου, φοβερού και βέβαιου, που έσυρε πάνω απ’ τα κεφάλια τους, τους είχε μουδιάσει, σκόρπισε μέσα τους το φόβο, πυκνό σύννεφο σε γυμνό ουρανό. Στέκαν βουβοί, γυμνά δέντρα, γυμνές ρίζες που σαλεύουν στα τυφλά, μπλέκουν μες στον αγέρα τα πλοκάμια τους, τυραννισμένα και βίαια, γυρεύοντας, με το ένστιχτο των πραγμάτων, χώμα.
Στέκαν, ίσαμε που το αγέρι του Σαρωνικού που φύσησε τράβηξε από πάνω τους το πνεύμα του πανικού. Τότε, το ίδιο άγρια, σκληρά, μ’ όλες τις σκοτεινές δυνάμεις των κορμιών που γύρευαν πια ν’ ακουμπήσουν στέρεα, στην αρχή μια φωνή, ύστερα όλες μαζί, γυναίκες και γερόντοι και άντρες του κοπαδιού, άρχισαν να ουρλιάζουν:
― Δε φεύγουμε από δω! Ποτές πια! Μας δώσαν τη γη και θα μείνουμε! Θα μείνουμε! Θα μείνουμε!
Ο άνεμος πήρε τις φωνές και τις σκόρπισε, τις χτύπησε στις πλαγιές του βουνού και τις δυνάμωσε. Ένα σύννεφο άμμος σηκώθηκε και τους τύλιξε μέσα του. Αλάλαζαν και κουνούσαν τα χέρια τους ψηλά, μες στο θολό σύννεφο, θολοί σαν τέρατα του βυθού.
― Θα μείνουμε δω, κι ας πεθάνουμε! Θα μείνουμε πια, κι ας πεθάνουμε!
Τότε ο θυμός που φούσκωνε ξέσπασε και στην άλλη μεριά, στους βλάχους.
― Ε, λοιπόν! φώναζε ο γέροντας, φωνάζαν τώρα κ’ οι άλλοι βοσκοί. Μείνετε, λοιπόν, και θα δούμε ποιος θα στεριώσει σ’ αυτή τη γη! Θα σας χτυπήσουμε όπου σας βρούμε, θα σκοτώσουμε τα ζωντανά σας αν τύχει και κάμετε, θα πατήσουμε τα σπαρτά σας αν ριζώσουν! Χάρη ποτέ σας δε θα βρείτε σ’ εμάς και στα παιδιά μας, ίσαμε που να ξεκληριστεί η φύτρα σας και να σβήσει!
Είχαν χαθεί μες στη χαράδρα, απ’ όπου είχαν έρθει, κι ακόμα ακούγονταν οι φοβερές φωνές τους.
Τότε το σύννεφο ο άμμος χαμήλωσε και κατακάθισε στη γη. Αμίλητο, βαρύ, πιεσμένο απ’ το στυφό κύμα το φόβο, έγειρε και το κοπάδι των Φωκιανών στη γη.