Γραφείον ευρέσεως εργασίας Μένης Κουμανταρέας
Ι. ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Ο συγγραφέας - το έργο
Α. Ο συγγραφέας
Ο Μένης Κουμανταρέας, από τους σημαντικότερους συγγραφείς της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς της ελληνικής πεζογραφίας, γεννήθηκε το 1931 στην Αθήνα. Το 1949 αποφοίτησε από το Πρότυπο Λύκειο Αθηνών. Παρακολούθησε μαθήματα Νομικής και Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, χωρίς ωστόσο να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Εργάστηκε επί είκοσι χρόνια σε ναυτιλιακές και ασφαλιστικές εταιρείες. Διατέλεσε για τέσσερα χρόνια μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και από το 1982 ασχολείται αποκλειστικά με συγγραφικές δραστηριότητες. Το 1961 άρχισε να συνεργάζεται με το περιοδικό "Ταχυδρόμος", και το 1962 εμφανίστηκε στη λογοτεχνία με τη συλλογή διηγημάτων "Τα μηχανάκια". Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας συμμετείχε στην αντιστασιακή έκδοση "18 Κείμενα" και οδηγήθηκε τρεις φορές σε δίκη βάσει του νόμου "περί ασέμνου δημοσιεύμα-τος" για το έργο του "Το αρμένισμα"- ωστόσο, το 1972 πήρε την υποτροφία RAAD για το Βερολίνο. Από το 1982 ασχολείται αποκλειστικά με τη συγγραφή και τη μετάφραση· έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, Λιούις Κάρολ, Έντγκαρ Άλαν Πόε, Έρνεστ Χέμινγουεϊ, Ουίλιαμ Φώκνερ και Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ. Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (1967, για το Αρμένισμα) και το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (1976, για τη "Βιοτεχνία υαλικών" και, 2002, για το "Δύο φορές Έλληνας"). Είναι ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, και τη δεκαετία του 1980 διετέλεσε μέλος του Δ.Σ. της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά και τα γερμανικά.
Θεωρείται ο σημαντικότερος και ο πιο αυθεντικός εκπρόσωπος του κοινωνικού ρεαλισμού στη νεότερη ελληνική πεζογραφία. Εισήγαγε μια ενδιαφέρουσα ρεαλιστική οπτική, με αντικείμενο την τρέχουσα κοινωνική ζωή και τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι νέοι της εποχής του. Οι δύο βασικοί άξονες της θεματικής του είναι η κριτική ανατομία του παρακμιακού μικροαστισμού της μεταπολεμικής ελληνικής κοινωνίας και η μελαγχολική θεώρηση της φθοράς και της απώλειας της νιότης και της ομορφιάς. Έχει μια προσωπική γραφή, με άμεσο ρεαλιστικό χαρακτήρα, που φωτίζει το σκοτεινό και άσχημο πρόσωπο του σύγχρονου αστικού κέντρου, τη μοναξιά, την αποξένωση, τη ματαίωση των προσωπικών ονείρων, το μαρασμό της νεανικής ορμής, την αλλοτρίωση, τη ματαιοδοξία. Οι ήρωές του είναι απλοί καθημερινοί άνθρωποι, χαμένοι και αποτυχημένοι μέσα σ' ένα αδιέξοδο και τελματωμένο περιβάλλον μικροαστικού συντηρητισμού.
Έργα του: Τα μηχανάκια (1962), Το αρμένισμα (1967), Τα καημένα (1972), Βιοτεχνία υαλικών (1975), Η κυρία Κούλα (1978), Το κουρείο (1979), Σεραφείμ και Χερουβείμ (1981), Ο ωραίος λοχαγός (1982),Η φανέλα με το εννιά (1986) - μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο, Πλανόδιος σαλπιγκτής (1989), Η συμμορία της άρπας (1993), Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω (1996), Η μέρα για τα γραπτά κι η νύχτα για το σώμα (1999), Δυο φορές Έλληνας (2001), Νώε (2003), Η γυναίκα που πετάει (2006), Θυμάμαι τη Μαρία (2007), Το show είναι των Ελλήνων (2008),Σ΄ένα στρατόπεδο άκρη στην ερημιά (2009),Ξεχασμένη Φρουρά (2010),Οι αλεπούδες του Γκόσπορτ (2011).
ΙΙ. ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ
Λογοτεχνική ταυτότητα
Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα του διηγήματος Τα μηχανάκια, που περιλαμβάνεται, μαζί με άλλα τρία, στην πρώτη - και ομότιτλη - συλλογή του συγγραφέα. Τα διηγήματα της συλλογής αυτής επικεντρώνονται στις αρνητικές συνθήκες ζωής και στα, κοινωνικά και ιδεολογικά, αδιέξοδα των νέων στην Αθήνα της δεκαετίας του 1950. Τα αδιέξοδα αυτά οδηγούν τις περισσότερες φορές τους ήρωές του σε κοινωνική απομόνωση, υπαρξιακή αποξένωση, παθητικότητα κι εξάρτηση από τις μηχανές.
Θέμα
Το απόσπασμα πραγματεύεται τις συναισθηματικές αντιδράσεις ενός νέου κατά τη μετάβαση και την επίσκεψή του στο Γραφείο Ευρέσεως Εργασίας. Οι συναισθηματικές διακυμάνσεις του ήρωα, με επίκεντρο το ζήτημα της εργασίας, αντικατοπτρίζουν τη διάσταση μεταξύ της ατομικής προσδοκίας (φαντάζεται την επαγγελματική του αποκατάσταση ως μια ειδυλλιακή εξέλιξη που θα δώσει νόημα στη ζωή του) και της κοινωνικής πραγματικότητας (οι πραγματικές συνθήκες του περιβάλλοντος εργασίας είναι εντελώς διαφορετικές).
Ο συγγραφέας - το έργο
Α. Ο συγγραφέας
Ο Μένης Κουμανταρέας, από τους σημαντικότερους συγγραφείς της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς της ελληνικής πεζογραφίας, γεννήθηκε το 1931 στην Αθήνα. Το 1949 αποφοίτησε από το Πρότυπο Λύκειο Αθηνών. Παρακολούθησε μαθήματα Νομικής και Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, χωρίς ωστόσο να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Εργάστηκε επί είκοσι χρόνια σε ναυτιλιακές και ασφαλιστικές εταιρείες. Διατέλεσε για τέσσερα χρόνια μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και από το 1982 ασχολείται αποκλειστικά με συγγραφικές δραστηριότητες. Το 1961 άρχισε να συνεργάζεται με το περιοδικό "Ταχυδρόμος", και το 1962 εμφανίστηκε στη λογοτεχνία με τη συλλογή διηγημάτων "Τα μηχανάκια". Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας συμμετείχε στην αντιστασιακή έκδοση "18 Κείμενα" και οδηγήθηκε τρεις φορές σε δίκη βάσει του νόμου "περί ασέμνου δημοσιεύμα-τος" για το έργο του "Το αρμένισμα"- ωστόσο, το 1972 πήρε την υποτροφία RAAD για το Βερολίνο. Από το 1982 ασχολείται αποκλειστικά με τη συγγραφή και τη μετάφραση· έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, Λιούις Κάρολ, Έντγκαρ Άλαν Πόε, Έρνεστ Χέμινγουεϊ, Ουίλιαμ Φώκνερ και Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ. Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (1967, για το Αρμένισμα) και το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (1976, για τη "Βιοτεχνία υαλικών" και, 2002, για το "Δύο φορές Έλληνας"). Είναι ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, και τη δεκαετία του 1980 διετέλεσε μέλος του Δ.Σ. της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά και τα γερμανικά.
Θεωρείται ο σημαντικότερος και ο πιο αυθεντικός εκπρόσωπος του κοινωνικού ρεαλισμού στη νεότερη ελληνική πεζογραφία. Εισήγαγε μια ενδιαφέρουσα ρεαλιστική οπτική, με αντικείμενο την τρέχουσα κοινωνική ζωή και τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι νέοι της εποχής του. Οι δύο βασικοί άξονες της θεματικής του είναι η κριτική ανατομία του παρακμιακού μικροαστισμού της μεταπολεμικής ελληνικής κοινωνίας και η μελαγχολική θεώρηση της φθοράς και της απώλειας της νιότης και της ομορφιάς. Έχει μια προσωπική γραφή, με άμεσο ρεαλιστικό χαρακτήρα, που φωτίζει το σκοτεινό και άσχημο πρόσωπο του σύγχρονου αστικού κέντρου, τη μοναξιά, την αποξένωση, τη ματαίωση των προσωπικών ονείρων, το μαρασμό της νεανικής ορμής, την αλλοτρίωση, τη ματαιοδοξία. Οι ήρωές του είναι απλοί καθημερινοί άνθρωποι, χαμένοι και αποτυχημένοι μέσα σ' ένα αδιέξοδο και τελματωμένο περιβάλλον μικροαστικού συντηρητισμού.
Έργα του: Τα μηχανάκια (1962), Το αρμένισμα (1967), Τα καημένα (1972), Βιοτεχνία υαλικών (1975), Η κυρία Κούλα (1978), Το κουρείο (1979), Σεραφείμ και Χερουβείμ (1981), Ο ωραίος λοχαγός (1982),Η φανέλα με το εννιά (1986) - μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο, Πλανόδιος σαλπιγκτής (1989), Η συμμορία της άρπας (1993), Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω (1996), Η μέρα για τα γραπτά κι η νύχτα για το σώμα (1999), Δυο φορές Έλληνας (2001), Νώε (2003), Η γυναίκα που πετάει (2006), Θυμάμαι τη Μαρία (2007), Το show είναι των Ελλήνων (2008),Σ΄ένα στρατόπεδο άκρη στην ερημιά (2009),Ξεχασμένη Φρουρά (2010),Οι αλεπούδες του Γκόσπορτ (2011).
ΙΙ. ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ
Λογοτεχνική ταυτότητα
Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα του διηγήματος Τα μηχανάκια, που περιλαμβάνεται, μαζί με άλλα τρία, στην πρώτη - και ομότιτλη - συλλογή του συγγραφέα. Τα διηγήματα της συλλογής αυτής επικεντρώνονται στις αρνητικές συνθήκες ζωής και στα, κοινωνικά και ιδεολογικά, αδιέξοδα των νέων στην Αθήνα της δεκαετίας του 1950. Τα αδιέξοδα αυτά οδηγούν τις περισσότερες φορές τους ήρωές του σε κοινωνική απομόνωση, υπαρξιακή αποξένωση, παθητικότητα κι εξάρτηση από τις μηχανές.
Θέμα
Το απόσπασμα πραγματεύεται τις συναισθηματικές αντιδράσεις ενός νέου κατά τη μετάβαση και την επίσκεψή του στο Γραφείο Ευρέσεως Εργασίας. Οι συναισθηματικές διακυμάνσεις του ήρωα, με επίκεντρο το ζήτημα της εργασίας, αντικατοπτρίζουν τη διάσταση μεταξύ της ατομικής προσδοκίας (φαντάζεται την επαγγελματική του αποκατάσταση ως μια ειδυλλιακή εξέλιξη που θα δώσει νόημα στη ζωή του) και της κοινωνικής πραγματικότητας (οι πραγματικές συνθήκες του περιβάλλοντος εργασίας είναι εντελώς διαφορετικές).