Μικρασιατική καταστροφή και Λογοτεχνία
«Το χειρότερο, είπε, ήταν οι γυναίκες με τα νεκρά παιδιά. Δε μπορούσαμε να τις πείσουμε να μας δώσουν τα πεθαμένα παιδιά τους. Είχαν τα παιδιά τους, νεκρά ακόμα και έξι μέρες, αλλά δεν τα εγκατέλειπαν. Δε μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Τελικά έπρεπε να τους τα πάρουμε με τη βία.» (Από τη συλλογή διηγημάτων του Έρνεστ Χέμινγουεϊ με το γενικό τίτλο «Στην προκυμαία της Σμύρνης»).
Η Μικρασιατική καταστροφή του 1922 και οι συνέπειές της στους πληθυσμούς που αναγκάστηκαν να αφήσουν τις εστίες τους αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για πολλά λογοτεχνικά έργα. Σπουδαίοι πεζογράφοι που κατάγονται από τη Μικρά Ασία γίνονται μάρτυρες των ιστορικών γεγονότων αυτής της περιόδου και καταθέτουν τις εντυπώσεις τους από όσα άκουσαν και όσα έζησαν οι ίδιοι. Tο γεγονός της Μικρασιατικής καταστροφής και της ανταλλαγής των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας επηρέασε τους πεζογράφους της γενιάς του Μεσοπολέμου ή Γενιάς του ’30. O ενθουσιώδης ελληνοκεντρισμός και ο ρομαντισμός της Μεγάλης Ιδέας που επηρέαζε το έργο των πεζογράφων της προηγούμενης εικοσαετίας ξαφνικά δέχθηκαν ισχυρό πλήγμα. H Γενιά του ’30 σημαδεύει αυτή την τραγική στροφή στην ελληνική πνευματική δημιουργία και προετοιμάζει τις ρεαλιστικότερες μορφές τέχνης που θα ακολουθήσουν στη μεταπολεμική πεζογραφία. Ένα μεγάλο μέρος των λογοτεχνών της Γενιάς του ’30 προέρχεται από τις πνευματικές και κοινωνικές εστίες της M. Aσίας: ο Φώτης Kόντογλου από το Aϊβαλί, ο Θράσος Kαστανάκης από την Kωνσταντινούπολη, ο Hλίας Bενέζης από το Aϊβαλί, ο Kοσμάς Πολίτης από τη Σμύρνη, ο Γιώργος Θεοτοκάς απο την Kωνσταντινούπολη. Στα έργα τους η Μικρασιατική Καταστροφή δεν είναι το μοναδικό κεντρικό θέμα. H ζωή στις πόλεις που άφησαν, οι παιδικές και εφηβικές τους αναμνήσεις, ο εύρωστος, κοσμοπολίτικος κοινωνικός περίγυρος της «χαμένης πατρίδας» αναδύονται μέσα από τα μυθιστορήματά τους και έρχονται σε αντίθεση με τις δραματικές αφηγήσεις της καταστροφής. Oι αναμνήσεις αυτές είναι ο πρώτος «χρόνος» στη λογοτεχνία της καταστροφής. Αυτό καθεαυτό το γεγονός της Μικρασιατικής Καταστροφής αναλύεται στο έργο των λογοτεχνών του Μεσοπολέμου σε τρεις φάσεις: Στη φάση του ξεριζωμού των ανθρώπων από τη M. Aσία, στη φάση του ερχομού τους ως προσφύγων στον ελλαδικό χώρο, και στη φάση της εγκατάστασης και της προσπάθειας ενσωμάτωσης. H θέση που παίρνουν όσοι μιλούν για το γεγονός είναι η θέση του πρόσφυγα. H φωνή του ντόπιου που δέχεται τον πρόσφυγα διαθλάται σχεδόν πάντα μέσα από την προσφυγική ψυχολογία. Tο μεγαλύτερο μέρος της Γενιάς του ’30 είναι αυτόπτες μάρτυρες κάποιας φάσης ή και όλων των φάσεων της καταστροφής: κανείς τους δεν είναι συναισθηματικά αποστασιοποιημένος από το γεγονός· όλοι τους σχεδόν το περιγράφουν ως μια άφατη καταστροφή και μια τραγική μοίρα που σημαδεύει όχι μόνο τις ζωές των ατόμων αλλά και τη συλλογική συνείδηση και μνήμη.Οι συγγραφείς του Μεσοπολέμου αντιμετωπίζουν τη Μικρασιατική Καταστροφή και την άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα σαν έναν τραγικό ξεριζωμό που ανέτρεψε όχι μόνο την κοινωνική υπόσταση των ανθρώπων της M. Aσίας αλλά και αυτό καθεαυτό τον ανθρώπινο χαρακτήρα τους: στα έργα της εποχής, είτε αναφέρονται στη βεβιασμένη αναχώρηση που ακολούθησε την αποτυχία της μικρασιατικής εκστρατείας και την καταστροφή της Σμύρνης, είτε στην οργανωμένη αναχώρηση που ακολούθησε την ανταλλαγή των πληθυσμών, οι άνθρωποι της M. Aσίας εμφανίζονται ως ανθρώπινα ράκη, χωρίς στέγη και τροφή, κάποτε και χωρίς την αξιοπρέπεια που ενδύεται η ένταξη σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό και εθνικό σύνολο. Κοινός όρος αυτής της λογοτεχνίας είναι ο εθνικός της προσανατολισμός: στον απόηχο ακόμη της Μεγάλης Ιδέας οι πρόσφυγες συνεχίζουν να είναι Έλληνες, τα «αδέλφια» του ελλαδικού πληθυσμού, μαζί τους κουβαλάνε το χώμα της «πατρίδας» τους αλλά και κάποτε τα οστά των προγόνων τους, όλα τα σύμβολα της «εγκατάστασης» που τα χρόνια εκείνα αποκτούν εθνικές διαστάσεις. Στη λογοτεχνία της Μικρασιατικής Καταστροφής οι ήρωες, θετικοί ή αρνητικοί, είναι πάντα οι πρόσφυγες, οι ντόπιοι περιγράφονται μόνο ως κοινωνία υποδοχής: καταγγέλλονται για την άρνησή τους να ενσωματώσουν τους πρόσφυγες ή εξιδανικεύονται για την υποδοχή και τον ανθρωπισμό τους.
«Το χειρότερο, είπε, ήταν οι γυναίκες με τα νεκρά παιδιά. Δε μπορούσαμε να τις πείσουμε να μας δώσουν τα πεθαμένα παιδιά τους. Είχαν τα παιδιά τους, νεκρά ακόμα και έξι μέρες, αλλά δεν τα εγκατέλειπαν. Δε μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Τελικά έπρεπε να τους τα πάρουμε με τη βία.» (Από τη συλλογή διηγημάτων του Έρνεστ Χέμινγουεϊ με το γενικό τίτλο «Στην προκυμαία της Σμύρνης»).
Η Μικρασιατική καταστροφή του 1922 και οι συνέπειές της στους πληθυσμούς που αναγκάστηκαν να αφήσουν τις εστίες τους αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για πολλά λογοτεχνικά έργα. Σπουδαίοι πεζογράφοι που κατάγονται από τη Μικρά Ασία γίνονται μάρτυρες των ιστορικών γεγονότων αυτής της περιόδου και καταθέτουν τις εντυπώσεις τους από όσα άκουσαν και όσα έζησαν οι ίδιοι. Tο γεγονός της Μικρασιατικής καταστροφής και της ανταλλαγής των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας επηρέασε τους πεζογράφους της γενιάς του Μεσοπολέμου ή Γενιάς του ’30. O ενθουσιώδης ελληνοκεντρισμός και ο ρομαντισμός της Μεγάλης Ιδέας που επηρέαζε το έργο των πεζογράφων της προηγούμενης εικοσαετίας ξαφνικά δέχθηκαν ισχυρό πλήγμα. H Γενιά του ’30 σημαδεύει αυτή την τραγική στροφή στην ελληνική πνευματική δημιουργία και προετοιμάζει τις ρεαλιστικότερες μορφές τέχνης που θα ακολουθήσουν στη μεταπολεμική πεζογραφία. Ένα μεγάλο μέρος των λογοτεχνών της Γενιάς του ’30 προέρχεται από τις πνευματικές και κοινωνικές εστίες της M. Aσίας: ο Φώτης Kόντογλου από το Aϊβαλί, ο Θράσος Kαστανάκης από την Kωνσταντινούπολη, ο Hλίας Bενέζης από το Aϊβαλί, ο Kοσμάς Πολίτης από τη Σμύρνη, ο Γιώργος Θεοτοκάς απο την Kωνσταντινούπολη. Στα έργα τους η Μικρασιατική Καταστροφή δεν είναι το μοναδικό κεντρικό θέμα. H ζωή στις πόλεις που άφησαν, οι παιδικές και εφηβικές τους αναμνήσεις, ο εύρωστος, κοσμοπολίτικος κοινωνικός περίγυρος της «χαμένης πατρίδας» αναδύονται μέσα από τα μυθιστορήματά τους και έρχονται σε αντίθεση με τις δραματικές αφηγήσεις της καταστροφής. Oι αναμνήσεις αυτές είναι ο πρώτος «χρόνος» στη λογοτεχνία της καταστροφής. Αυτό καθεαυτό το γεγονός της Μικρασιατικής Καταστροφής αναλύεται στο έργο των λογοτεχνών του Μεσοπολέμου σε τρεις φάσεις: Στη φάση του ξεριζωμού των ανθρώπων από τη M. Aσία, στη φάση του ερχομού τους ως προσφύγων στον ελλαδικό χώρο, και στη φάση της εγκατάστασης και της προσπάθειας ενσωμάτωσης. H θέση που παίρνουν όσοι μιλούν για το γεγονός είναι η θέση του πρόσφυγα. H φωνή του ντόπιου που δέχεται τον πρόσφυγα διαθλάται σχεδόν πάντα μέσα από την προσφυγική ψυχολογία. Tο μεγαλύτερο μέρος της Γενιάς του ’30 είναι αυτόπτες μάρτυρες κάποιας φάσης ή και όλων των φάσεων της καταστροφής: κανείς τους δεν είναι συναισθηματικά αποστασιοποιημένος από το γεγονός· όλοι τους σχεδόν το περιγράφουν ως μια άφατη καταστροφή και μια τραγική μοίρα που σημαδεύει όχι μόνο τις ζωές των ατόμων αλλά και τη συλλογική συνείδηση και μνήμη.Οι συγγραφείς του Μεσοπολέμου αντιμετωπίζουν τη Μικρασιατική Καταστροφή και την άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα σαν έναν τραγικό ξεριζωμό που ανέτρεψε όχι μόνο την κοινωνική υπόσταση των ανθρώπων της M. Aσίας αλλά και αυτό καθεαυτό τον ανθρώπινο χαρακτήρα τους: στα έργα της εποχής, είτε αναφέρονται στη βεβιασμένη αναχώρηση που ακολούθησε την αποτυχία της μικρασιατικής εκστρατείας και την καταστροφή της Σμύρνης, είτε στην οργανωμένη αναχώρηση που ακολούθησε την ανταλλαγή των πληθυσμών, οι άνθρωποι της M. Aσίας εμφανίζονται ως ανθρώπινα ράκη, χωρίς στέγη και τροφή, κάποτε και χωρίς την αξιοπρέπεια που ενδύεται η ένταξη σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό και εθνικό σύνολο. Κοινός όρος αυτής της λογοτεχνίας είναι ο εθνικός της προσανατολισμός: στον απόηχο ακόμη της Μεγάλης Ιδέας οι πρόσφυγες συνεχίζουν να είναι Έλληνες, τα «αδέλφια» του ελλαδικού πληθυσμού, μαζί τους κουβαλάνε το χώμα της «πατρίδας» τους αλλά και κάποτε τα οστά των προγόνων τους, όλα τα σύμβολα της «εγκατάστασης» που τα χρόνια εκείνα αποκτούν εθνικές διαστάσεις. Στη λογοτεχνία της Μικρασιατικής Καταστροφής οι ήρωες, θετικοί ή αρνητικοί, είναι πάντα οι πρόσφυγες, οι ντόπιοι περιγράφονται μόνο ως κοινωνία υποδοχής: καταγγέλλονται για την άρνησή τους να ενσωματώσουν τους πρόσφυγες ή εξιδανικεύονται για την υποδοχή και τον ανθρωπισμό τους.
Λογοτεχνικά κείμενα - αντικείμενα μελέτης
Αφόρμηση για τη μελέτη κειμένων που έχουν εμπνευστεί από τη Μικρασιατική καταστροφή αποτέλεσε η ενασχόλησή μας με ένα πρόγραμμα τοπικής ιστορίας με τίτλο "90 χρόνια από την ίδρυση της Ανατολής". Στα πλαίσια αυτού του προγράμματος εξετάζουμε τις συνθήκες συγκρότησης προσφυγικών οικισμών στην περιοχή μας από πρόσφυγες προερχόμενους από τον Πόντο και τη Μικρά Ασία. Μία όψη του θέματός μας είναι και το θέμα της «προσφυγιάς» στη Λογοτεχνία. Μελετήσαμε συναφή λογοτεχνικά κείμενα προσπαθώντας να ανιχνεύσουμε τη δραματική περιπέτεια που υφίσταται ο πρόσφυγας ως απώλεια της εστίας και ψυχολογική αστάθεια του ατόμου που «εκπατρίζεται», που χάνει τις πολιτισμικές του αναφορές αλλά και την οικογένειά του και τους ανθρώπινους δεσμούς του, Αναζητήσαμε τα σχετικά βιβλία στη σχολική μας βιβλιοθήκη και αναλάβαμε να τα παρουσιάσουμε στην τάξη. Ειδικότερα: "Αιολική Γη", "Γαλήνη" και "Το νούμερο 31328" του Βενέζη, "Ιστορία ενός αιχμαλώτου" του Δούκα, "Ματωμένα χώματα" της Σωτηρίου, "Η Παναγιά η Γοργόνα" του Μυριβήλη,
Τριλογία Αιολική Γη, Το Νο 31328, Γαλήνη
Ο Ηλίας Βενέζης μόλις έχει γυρίσει στη Μυτιλήνη, ύστερα από την αιχμαλωσία του, όταν τον πλησίασε ο Μυριβήλης και τον έπεισε να αρχίσει να γράφει τα δεινά του. Από αυτές τις προσωπικές μαρτυρίες προέκυψε η άτυπη τριλογία Αιολική Γη, Το Νο 31328, Γαλήνη, η οποία εκφράζει και τις τρεις περιόδους των περιπετειών των Ελλήνων της αιολικής γης, πριν, κατά και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
ΑΙΟΛΙΚΗ ΓΗ
Παρουσίαση του βιβλίου από τη μαθήτρια του Β1 Κρικώνη Ναταλία
Στην Αιολική Γη ο μικρός Πέτρος, ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, μιλά για τις περιπέτειές του πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή, περιγράφει τα όνειρά του και τον ευδαιμονικό τρόπο ζωής κοντά στη φύση, έναν τρόπο που διαταράχθηκε από την κήρυξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μας μεταφέρει στα Κιμιντένια, βουνά της Μικράς Ασίας, απέναντι από τη Μυτιλήνη, όπου ζει η οικογένεια του μικρού Πέτρου με αρχηγό τον παππού. Εκεί παραθερίζει κάθε καλοκαίρι με τις τέσσερις αδελφές του, τη Λένα, την Άρτεμη, την Αγάπη και την Ανθίππη. Η ιστορία αναφέρεται στις αρχές του 20ου αιώνα. Ο μικρός πρωταγωνιστής μιλά για τις περιπέτειές που έζησε εκεί με την αγαπημένη του αδελφή την Άρτεμη, τα όνειρα που έκαναν μαζί, τις διαφωνίες τους, μα περισσότερο για την αδελφική αγάπη που τους ένωνε βαθιά. Τα δυο παιδιά ζουν σε ένα μαγικό κόσμο γεμάτο παιδικά όνειρα που όμως σιγά-σιγά γκρεμίζεται όταν έρχονται σε επαφή με την αδικία, την κακία και τον Α΄παγκόσμιο πόλεμο. Περιγράφει ακόμα τους χαρακτήρες παράξενων και μελαγχολικών ανθρώπων που γνώρισε και διηγείται λυπητερές ιστορίες για αγάπες που χάθηκαν εξαιτίας της φτώχειας και της ηλικιακής διαφοράς. Το τελευταίο γεγονός που αφηγείται ο μικρός Πέτρος είναι ο εκπατρισμός της οικογένειάς του, αλλά και των άλλων κατοίκων της Μ. Ασίας, κάτω από την απειλή των Τούρκων. Πρόκειται για ένα από τα αριστουργήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, το βιβλίο του χαμένου παραδείσου των παιδικών χρόνων στα παράλια της Μικρασίας και του δραματικού ξεριζώματος από τη γενέθλια γη. Ο συγγραφέας εκφράζει έντονα τα συναισθήματα των ηρώων του, ιδίως τον πόνο και την αγάπη για τους ανθρώπους αλλά και τον τόπο τους, μέσα από τις σκέψεις και τη συμπεριφορά τους και αναφέρεται στην ειρηνική συμβίωση των Ελλήνων με τους Τούρκους, Οι εικόνες και τα τοπία που περιγράφει ο συγγραφέας, τα στοιχεία παλιότερων πολιτισμών, όπως η πατριαρχική οικογένεια, η ζωή στα υποστατικά, οι αντιλήψεις για τους ανθρώπους από άλλες χώρες καθώς και κάποια στοιχεία παραμυθιού που χρησιμοποιεί, όπως τα ξωτικά ή τα αντικείμενα που κινούνται και μιλούν σα ζωντανά εξάπτουν το ενδιαφέρον για το άγνωστο σε μας παρελθόν. Η ζωντανή αφήγηση που πετυχαίνει ο Βενέζης μάς δημιουργεί την εντύπωση πως συμβιώνουμε με τους πρωταγωνιστές των διηγήσεων.
ΤΟ ΝΟΥΜΕΡΟ 31328
Παρουσίαση του βθβλίου από το μαθητή του Β2 Μάριο Γιώτη
Πρόκειται για ένα βιβλίο-ντοκουμέντο με θέμα τη ζωή στα Τάγματα Εργασίας («αμελέ ταμπουρού») και αφηγητή και πρωταγωνιστή τον ίδιο τον συγγραφέα. Το Νούμερο 31328 είναι η ίδια η ταυτότητα του συγγραφέα, τότε που παιδί 18 χρόνων οδηγήθηκε από τους Τούρκους στα κάτεργα της Ανατολής. Ο Βενέζης, ένας από τους ελάχιστους που κατόρθωσαν να επιζήσουν, εξιστορεί τα βασανιστήρια, τους εξευτελισμούς και τους οδυνηρούς πόνους που βίωσε ο ίδιος και οι άλλοι αιχμάλωτοι. Περιγράφει την οδυνηρή εμπειρία της αιχμαλσίας κατά την οποία ο άνθρωπος είναι ένας αριθμός, χωρίς πρόσωπο, που σέρνεται μέσα στο βασανιζόμενο πλήθος, μια ύπαρξη χωρίς κανενός είδους αξία, μέσα στη φρίκη, στον παραλογισμό και στην παραφροσύνη του πολέμου. Ο συγγραφέας στον πρόλογο της Β έκδοσης, το καλοκαίρι του 1945, γράφει:
Το βιβλίο τούτο είναι γραμμένο με αίμα. Ένας κριτικός του σημείωνε κάποτε για το ύφος του: «Έχει κάτι από τη φονική λαμπρότητα των πολεμικών όπλων, τη φονική λαμπρότητα του αδυσώπητου φωτός». Αλλά εγώ δε μιλώ για το ύφος. Λέω για την καυτή ύλη, για τη σάρκα που στάζει το αίμα της και πλημμυρίζει τις σελίδες του. Για την ανθρώπινη καρδιά που σπαράζει, όχι για την ψυχή. Εδώ μέσα δεν υπάρχει ψυχή, δεν υπάρχει περιθώριο για ταξίδι σε χώρους της μεταφυσικής. Όταν καίγεται έτσι που καίγεται εδώ, με πυρωμένο σίδερο η σάρκα, παντοδύναμη θεότητα υψώνεται αυτή, κι όλα τα άλλα σωπαίνουν. Έχουν να λένε πως κανένας πόνος δεν μπορεί να είναι ισοδύναμος με τον ηθικό πόνο. Αυτά τα λένε οι σοφοί και τα βιβλία. Όμως, αν βγεις στα τρίστρατα και ρωτήσεις τους μάρτυρες, αυτούς που τα κορμιά τους βασανίστηκαν ενώ πάνω τους σαλάγιζε ο θάνατος – και είναι τόσο εύκολο να τους βρεις, η εποχή μας φρόντισε και γέμισε τον κόσμο – αν τους ρωτήσεις, θα μάθεις πως τίποτα, τίποτα δεν υπάρχει πιο βαθύ και πιο ιερό από ένα σώμα που βασανίζεται.Το βιβλίο τούτο είναι ένα αφιέρωμα σε αυτόν τον πόνο.
[...] Με είχε πολύ βασανίσει όταν το έγραφα, με είχε αναστατώσει το επίμονο στριφογύρισμα στην πυκνή και φοβερή ύλη της πικρής αυτής ζωής που έπρεπε να πάρει έκφραση. Είχα τότε περάσει πολλές νύχτες που, κυνηγημένος από τους εφιάλτες και τις αναμνήσεις, δεν μπορούσα να βρω καταφύγιο μήτε στον ύπνο. Γι’ αυτό, όταν βγήκε πια σε βιβλίο «το νούμερο 31328», δεν τολμούσα, δεν ήθελα να το ξαναδώ – τελοσπάντων η ζωή όταν είσαι γερός και είσαι νέος, έχει τόση δύναμη, σου το επιβάλλει να θέλεις να ξεχνάς.
[...] Έτσι το βιβλίο τούτο –χρονικό μιας βασανισμένης στιγμής της Ελλάδας από τις τόσες – απαγορευμένο χρόνια τώρα από τις λογοκρισίες, έχει το θλιβερό προνόμιο, όπως βγήκε για πρώτη φορά σε μια ώρα παγκόσμιου πένθους, να ξαναβγαίνει τώρα στο τέλος ενός άλλου πολέμου, όταν πάλι το πένθος σκεπάζει τις ρημαγμένες εστίες και τους τάφους των παιδιών, των γυναικών, των γερόντων και της νιότης του κόσμου. Και όπως τότε, πριν από εικοσιένα χρόνια, το «Νούμερο 31328» ήταν η διαμαρτυρία ενός παιδιού εναντίον του πολέμου, μένει πάλι, τώρα, η διαμαρτυρία ενός ανθρώπου».
ΓΑΛΗΝΗ
Παρουσίαση του βιβλίου από τη μαθήτρια του Β2 Γεωργάνου Αλεξάνδρα
Το μυθιστόρημα αποτελεί το χρονικό της εγκατάστασης των προσφύγων στην περιοχή της Αναβύσσου. Βασικός πυρήνας της αφήγησης είναι οι περιπέτειες δυο οικογενειών του γιατρού Δημήτρη Βένη, και του απλού αγρότη Φώτη Γλάρου, προσφύγων από την Παλαιά Φώκαια της Μικράς Ασίας, που εγκαταστάθηκαν μαζί με άλλους Φωκιανούς το Φθινόπωρο του 1924 στην παραλία της Αναβύσσου μετά την μάταιη και άσκοπη περιπλάνησή τους στις περιοχές της Πελοποννήσου. Η άφιξή τους σ' αυτό τον έρημο κι άγονο τόπο σηματοδοτεί την απαρχή του αγώνα τους για επιβίωση. Προσπαθούν να "ξαναστήσουν" τις ζωές τους απ' την αρχή και ποθούν να βρουν την ηρεμία, τη σταθερότητα, την ασφάλεια, τη γαλήνη. Ωστόσο οι δυσκολίες είναι τόσες πολλές που κάμπτεται συχνά το ηθικό τους και τα εμπόδια σχεδόν ανυπέρβλητα: η περιφρόνηση, η ρατσιστική αντιμετώπιση και η εχθρική διάθεση πρώτα από μία μικρή ομάδα αρχαιοκάπηλων που νιώθουν ότι οι νέοι πληθυσμοί έρχονται να ταράξουν τη δική τους γαλήνη και να σταθούν τροχοπέδη στις άνομες ορέξεις τους και τις αρπακτικές διαθέσεις τους. Στη συνέχεια τα αρνητικά αισθήματα μετατρέπονται σε μίσος και φθόνο από μία ομάδα ντόπιων βλάχων που μένουν πιο ψηλά και αρχικά προσπαθούν να πείσουν τους νέους πληθυσμούς πως σε αυτόν τον άγονο τόπο δεν πρόκειται να προκόψουν, για να φτάσουν αργότερα με κατάλληλους χειρισμούς να στρέψουν τα νερά της βροχής προς τα καλύβια των νεοφερμένων και να προκαλέσουν πλημμύρα στο νεοσύστατο οικισμό. Αλλά και πρακτικά υπάρχουν προβλήματα. Οι σκηνές και τα εργαλεία δημιουργίας καλυβών αργούν να καταφθάσουν, ο τόπος είναι άγονος και γεμάτος πέτρα και φαίνεται δύσκολο να αποδώσουν οι αγροτικές εργασίες των Φωκιανών, οι οποίοι με λιγότερο κόπο είχαν άφθονα αγαθά στην εύφορη πατρική γη. Τελικά όμως οι άνθρωποι αυτοί δεν έχασαν το κουράγιο τους, δημιούργησαν τον τόπο κατοικίας τους, πήραν ο καθένας από ένα κομμάτι γης και κατέθεσαν όλες τις δυνάμεις τους για την καλύτερη έκβαση των πραγμάτων, έφτιαξαν μάντρες για τα ζωντανά, τα οποία σταδιακά πολλαπλασιάστηκαν ενώ οι άνθρωποι προσπάθησαν να συνεχίσουν τις ζωές τους, ερωτεύονταν, αγαπούσαν, μεγάλωναν την οικογένειά τους.
"Η Παναγιά η Γοργόνα" του Μυριβήλη
Παρουσίαση του βιβλίου από το μαθητή του Β2 Κολιό Νίκο
Η Παναγιά η Γοργόνα ξεκινά την εξιστόρηση της με την Μικρασιατική Καταστροφή του '22 και ένα κύμα προσφύγων που καταφθάνει στη Λέσβο με ψαρόβαρκες. Οι πρόσφυγες κρατούν σφιχτά το όνειρό τους για επαναπατρισμό στην Αιολική Γη, γι'αυτό αγωνίζονται ζωηρά για να δημιουργήσουν τις συνθήκες που θα τους επιτρέψουν εκ νέου το μεγαλοϊδεατισμό τόλμημα. Εργάζονται με πείσμα, διατηρούν την αισιοδοξία τους και γεννούν παιδιά.
Η Σμαραγδή, κεντρικό πρόσωπο του έργου, είναι κι αυτή παιδί προσφύγων, εγκαταλελειμμένο όμως-βρέφος σε μια βάρκα, μέχρις ότου την παίρνει υπό την προστασία του ένα άτεκνο ζευγάρι ντόπιων. Αλλά δεν θα στεριώσει εκεί: η μητριά της πεθαίνει πολύ νωρίς και ο άγριος, μέθυσος πατριός, εξαχρειωμένος από το ποτό και την έλλειψη γυναικείας συντροφιάς, ασελγεί επάνω στο εφηβικό της κορμί.
Οι αλλεπάλληλες κακοτυχίες, καθιστούν το κορίτσι ένα είδος αποδιοπομπαίου τράγου στο κλειστό χωριό. Είναι στιγματισμένη, παράξενη, διαφορετική, σχεδόν μεταφυσική.
Όταν η ηρωίδα γίνεται πια μια γυναίκα με λεπτή ομορφιά και απόκοσμη γοητεία, τα τρία αγόρια της νέας της οικογένειας Μανώλης, Βατής και Στράτος την διεκδικούν. Μαζί τους και ο γιός του νονού της, Λάμπης καθώς και ο Μούργος, ένα μαλθακό αγόρι της γειτονιάς. Εκείνη όμως αποστρέφεται κάθε αρσενικό. Κι όσο εκείνη τους απορρίπτει τόσο εκείνοι δημιουργούν έναν θίασο, ένα στενό χαρέμι γύρω της.
Ο ώριμος Μανώλης της είναι ταιριαστός, για τον νεαρό Βατή νιώθει τρυφερότητα, αλλά ο τολμηρός Λάμπης είναι εκείνος που την συγκινεί ενδόμυχα, ιδίως μετά από ένα υγρό ''συμβάν'' στην θάλασσα.
Όμως, εν τέλει, μέσα από μια σειρά μοιραίων γεγονότων, η Σμαραγδή αναγκάζεται να παραδοθεί, θέλοντας και μη, στην δύναμη του εφηβικού της τραύματος. Απροσπέλαστη για τους ‘μνηστήρες’ επιλέγει την άρνηση.
Η ηρωίδα του έργου
Κατά κοινή παραδοχή των μελετητών του, ο Στρατής Μυριβήλης δεν είχε το χάρισμα του μυθιστοριογράφου: οι χαρακτήρες του είναι πολύ ασχημάτιστοι, οι ιστορίες του δεν έχουν συνοχή και από το ένα μυθιστόρημα στο άλλο μπορεί κανείς να αναγνωρίσει σταθερά μοτίβα σε σημείο συγγραφικής εμμονής.
Για παράδειγμα, η ηρωίδα του 'Η Παναγιά η γοργόνα' είναι πανομοιότυπη με την ηρωίδα του 'Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια': ξεχωριστή από όλες, αταίριαστη με το περιβάλλον της, κυνική και αυστηρή, άχαρη και χωρίς αισθησιασμό, αλλά και μήλον της έριδος για τους άντρες τριγύρω της- οι οποίοι της προκαλούν για κάποιο λόγο αηδίαζα υπερφυσική καλλονή που, όποιος την συναντά μπροστά του το πρώτο πράγμα που προσέχει είναι η ομορφιά της και το δεύτερο η σκληρότητά της.
Λίγο ή πολύ, η Γυναίκα στον Μυριβήλη, είναι ένα μη ρεαλιστικό πρόσωπο, μάλλον ιδεατό, που ο συγγραφέας θέλει να παρουσιάζει ως Σύμβολο. Η όλη προσωπικότητά της, είναι η υπερφυσική ομορφιά της και βέβαια η ακαταδεξία της. Είναι άπιαστη σαν το ιδανικό. Το ιδανικό της ευτυχίας. Υπερβαίνει μεταφυσικά τον μέσο όρο των υπολοίπων γυναικών. Όλη αυτή η ενοχλητική τελειότητα μοιάζει τελικά να θέλει να αυξήσει το γόητρο του αφηγητή ο οποίος διεκδικεί ένα τέτοιο ''τρόπαιο''...
Και, δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι η ηρωίδα προτιμά να αφιερωθεί στην Παναγία, παρά να λύσει την αποστροφή της προς το αρσενικό φύλο με το να παραδοθεί σε έναν άντρα. Είναι ανέραστη, όχι από επιλογή, αλλά από απογοήτευση. Είναι μια τραγική φιγούρα που θέλει να προχωρήσει μπροστά, κι όμως βρίσκεται καταπιεσμένη, ανάμεσα στις παλιότερες και τις επερχόμενες συμφορές, που την συνθλίβουν.
Είτε πίσω είτε μπροστά της, κυριαρχούν τα γκρεμισμένα όνειρα.
Τριλογία Αιολική Γη, Το Νο 31328, Γαλήνη
Ο Ηλίας Βενέζης μόλις έχει γυρίσει στη Μυτιλήνη, ύστερα από την αιχμαλωσία του, όταν τον πλησίασε ο Μυριβήλης και τον έπεισε να αρχίσει να γράφει τα δεινά του. Από αυτές τις προσωπικές μαρτυρίες προέκυψε η άτυπη τριλογία Αιολική Γη, Το Νο 31328, Γαλήνη, η οποία εκφράζει και τις τρεις περιόδους των περιπετειών των Ελλήνων της αιολικής γης, πριν, κατά και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
ΑΙΟΛΙΚΗ ΓΗ
Παρουσίαση του βιβλίου από τη μαθήτρια του Β1 Κρικώνη Ναταλία
Στην Αιολική Γη ο μικρός Πέτρος, ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, μιλά για τις περιπέτειές του πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή, περιγράφει τα όνειρά του και τον ευδαιμονικό τρόπο ζωής κοντά στη φύση, έναν τρόπο που διαταράχθηκε από την κήρυξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μας μεταφέρει στα Κιμιντένια, βουνά της Μικράς Ασίας, απέναντι από τη Μυτιλήνη, όπου ζει η οικογένεια του μικρού Πέτρου με αρχηγό τον παππού. Εκεί παραθερίζει κάθε καλοκαίρι με τις τέσσερις αδελφές του, τη Λένα, την Άρτεμη, την Αγάπη και την Ανθίππη. Η ιστορία αναφέρεται στις αρχές του 20ου αιώνα. Ο μικρός πρωταγωνιστής μιλά για τις περιπέτειές που έζησε εκεί με την αγαπημένη του αδελφή την Άρτεμη, τα όνειρα που έκαναν μαζί, τις διαφωνίες τους, μα περισσότερο για την αδελφική αγάπη που τους ένωνε βαθιά. Τα δυο παιδιά ζουν σε ένα μαγικό κόσμο γεμάτο παιδικά όνειρα που όμως σιγά-σιγά γκρεμίζεται όταν έρχονται σε επαφή με την αδικία, την κακία και τον Α΄παγκόσμιο πόλεμο. Περιγράφει ακόμα τους χαρακτήρες παράξενων και μελαγχολικών ανθρώπων που γνώρισε και διηγείται λυπητερές ιστορίες για αγάπες που χάθηκαν εξαιτίας της φτώχειας και της ηλικιακής διαφοράς. Το τελευταίο γεγονός που αφηγείται ο μικρός Πέτρος είναι ο εκπατρισμός της οικογένειάς του, αλλά και των άλλων κατοίκων της Μ. Ασίας, κάτω από την απειλή των Τούρκων. Πρόκειται για ένα από τα αριστουργήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, το βιβλίο του χαμένου παραδείσου των παιδικών χρόνων στα παράλια της Μικρασίας και του δραματικού ξεριζώματος από τη γενέθλια γη. Ο συγγραφέας εκφράζει έντονα τα συναισθήματα των ηρώων του, ιδίως τον πόνο και την αγάπη για τους ανθρώπους αλλά και τον τόπο τους, μέσα από τις σκέψεις και τη συμπεριφορά τους και αναφέρεται στην ειρηνική συμβίωση των Ελλήνων με τους Τούρκους, Οι εικόνες και τα τοπία που περιγράφει ο συγγραφέας, τα στοιχεία παλιότερων πολιτισμών, όπως η πατριαρχική οικογένεια, η ζωή στα υποστατικά, οι αντιλήψεις για τους ανθρώπους από άλλες χώρες καθώς και κάποια στοιχεία παραμυθιού που χρησιμοποιεί, όπως τα ξωτικά ή τα αντικείμενα που κινούνται και μιλούν σα ζωντανά εξάπτουν το ενδιαφέρον για το άγνωστο σε μας παρελθόν. Η ζωντανή αφήγηση που πετυχαίνει ο Βενέζης μάς δημιουργεί την εντύπωση πως συμβιώνουμε με τους πρωταγωνιστές των διηγήσεων.
ΤΟ ΝΟΥΜΕΡΟ 31328
Παρουσίαση του βθβλίου από το μαθητή του Β2 Μάριο Γιώτη
Πρόκειται για ένα βιβλίο-ντοκουμέντο με θέμα τη ζωή στα Τάγματα Εργασίας («αμελέ ταμπουρού») και αφηγητή και πρωταγωνιστή τον ίδιο τον συγγραφέα. Το Νούμερο 31328 είναι η ίδια η ταυτότητα του συγγραφέα, τότε που παιδί 18 χρόνων οδηγήθηκε από τους Τούρκους στα κάτεργα της Ανατολής. Ο Βενέζης, ένας από τους ελάχιστους που κατόρθωσαν να επιζήσουν, εξιστορεί τα βασανιστήρια, τους εξευτελισμούς και τους οδυνηρούς πόνους που βίωσε ο ίδιος και οι άλλοι αιχμάλωτοι. Περιγράφει την οδυνηρή εμπειρία της αιχμαλσίας κατά την οποία ο άνθρωπος είναι ένας αριθμός, χωρίς πρόσωπο, που σέρνεται μέσα στο βασανιζόμενο πλήθος, μια ύπαρξη χωρίς κανενός είδους αξία, μέσα στη φρίκη, στον παραλογισμό και στην παραφροσύνη του πολέμου. Ο συγγραφέας στον πρόλογο της Β έκδοσης, το καλοκαίρι του 1945, γράφει:
Το βιβλίο τούτο είναι γραμμένο με αίμα. Ένας κριτικός του σημείωνε κάποτε για το ύφος του: «Έχει κάτι από τη φονική λαμπρότητα των πολεμικών όπλων, τη φονική λαμπρότητα του αδυσώπητου φωτός». Αλλά εγώ δε μιλώ για το ύφος. Λέω για την καυτή ύλη, για τη σάρκα που στάζει το αίμα της και πλημμυρίζει τις σελίδες του. Για την ανθρώπινη καρδιά που σπαράζει, όχι για την ψυχή. Εδώ μέσα δεν υπάρχει ψυχή, δεν υπάρχει περιθώριο για ταξίδι σε χώρους της μεταφυσικής. Όταν καίγεται έτσι που καίγεται εδώ, με πυρωμένο σίδερο η σάρκα, παντοδύναμη θεότητα υψώνεται αυτή, κι όλα τα άλλα σωπαίνουν. Έχουν να λένε πως κανένας πόνος δεν μπορεί να είναι ισοδύναμος με τον ηθικό πόνο. Αυτά τα λένε οι σοφοί και τα βιβλία. Όμως, αν βγεις στα τρίστρατα και ρωτήσεις τους μάρτυρες, αυτούς που τα κορμιά τους βασανίστηκαν ενώ πάνω τους σαλάγιζε ο θάνατος – και είναι τόσο εύκολο να τους βρεις, η εποχή μας φρόντισε και γέμισε τον κόσμο – αν τους ρωτήσεις, θα μάθεις πως τίποτα, τίποτα δεν υπάρχει πιο βαθύ και πιο ιερό από ένα σώμα που βασανίζεται.Το βιβλίο τούτο είναι ένα αφιέρωμα σε αυτόν τον πόνο.
[...] Με είχε πολύ βασανίσει όταν το έγραφα, με είχε αναστατώσει το επίμονο στριφογύρισμα στην πυκνή και φοβερή ύλη της πικρής αυτής ζωής που έπρεπε να πάρει έκφραση. Είχα τότε περάσει πολλές νύχτες που, κυνηγημένος από τους εφιάλτες και τις αναμνήσεις, δεν μπορούσα να βρω καταφύγιο μήτε στον ύπνο. Γι’ αυτό, όταν βγήκε πια σε βιβλίο «το νούμερο 31328», δεν τολμούσα, δεν ήθελα να το ξαναδώ – τελοσπάντων η ζωή όταν είσαι γερός και είσαι νέος, έχει τόση δύναμη, σου το επιβάλλει να θέλεις να ξεχνάς.
[...] Έτσι το βιβλίο τούτο –χρονικό μιας βασανισμένης στιγμής της Ελλάδας από τις τόσες – απαγορευμένο χρόνια τώρα από τις λογοκρισίες, έχει το θλιβερό προνόμιο, όπως βγήκε για πρώτη φορά σε μια ώρα παγκόσμιου πένθους, να ξαναβγαίνει τώρα στο τέλος ενός άλλου πολέμου, όταν πάλι το πένθος σκεπάζει τις ρημαγμένες εστίες και τους τάφους των παιδιών, των γυναικών, των γερόντων και της νιότης του κόσμου. Και όπως τότε, πριν από εικοσιένα χρόνια, το «Νούμερο 31328» ήταν η διαμαρτυρία ενός παιδιού εναντίον του πολέμου, μένει πάλι, τώρα, η διαμαρτυρία ενός ανθρώπου».
ΓΑΛΗΝΗ
Παρουσίαση του βιβλίου από τη μαθήτρια του Β2 Γεωργάνου Αλεξάνδρα
Το μυθιστόρημα αποτελεί το χρονικό της εγκατάστασης των προσφύγων στην περιοχή της Αναβύσσου. Βασικός πυρήνας της αφήγησης είναι οι περιπέτειες δυο οικογενειών του γιατρού Δημήτρη Βένη, και του απλού αγρότη Φώτη Γλάρου, προσφύγων από την Παλαιά Φώκαια της Μικράς Ασίας, που εγκαταστάθηκαν μαζί με άλλους Φωκιανούς το Φθινόπωρο του 1924 στην παραλία της Αναβύσσου μετά την μάταιη και άσκοπη περιπλάνησή τους στις περιοχές της Πελοποννήσου. Η άφιξή τους σ' αυτό τον έρημο κι άγονο τόπο σηματοδοτεί την απαρχή του αγώνα τους για επιβίωση. Προσπαθούν να "ξαναστήσουν" τις ζωές τους απ' την αρχή και ποθούν να βρουν την ηρεμία, τη σταθερότητα, την ασφάλεια, τη γαλήνη. Ωστόσο οι δυσκολίες είναι τόσες πολλές που κάμπτεται συχνά το ηθικό τους και τα εμπόδια σχεδόν ανυπέρβλητα: η περιφρόνηση, η ρατσιστική αντιμετώπιση και η εχθρική διάθεση πρώτα από μία μικρή ομάδα αρχαιοκάπηλων που νιώθουν ότι οι νέοι πληθυσμοί έρχονται να ταράξουν τη δική τους γαλήνη και να σταθούν τροχοπέδη στις άνομες ορέξεις τους και τις αρπακτικές διαθέσεις τους. Στη συνέχεια τα αρνητικά αισθήματα μετατρέπονται σε μίσος και φθόνο από μία ομάδα ντόπιων βλάχων που μένουν πιο ψηλά και αρχικά προσπαθούν να πείσουν τους νέους πληθυσμούς πως σε αυτόν τον άγονο τόπο δεν πρόκειται να προκόψουν, για να φτάσουν αργότερα με κατάλληλους χειρισμούς να στρέψουν τα νερά της βροχής προς τα καλύβια των νεοφερμένων και να προκαλέσουν πλημμύρα στο νεοσύστατο οικισμό. Αλλά και πρακτικά υπάρχουν προβλήματα. Οι σκηνές και τα εργαλεία δημιουργίας καλυβών αργούν να καταφθάσουν, ο τόπος είναι άγονος και γεμάτος πέτρα και φαίνεται δύσκολο να αποδώσουν οι αγροτικές εργασίες των Φωκιανών, οι οποίοι με λιγότερο κόπο είχαν άφθονα αγαθά στην εύφορη πατρική γη. Τελικά όμως οι άνθρωποι αυτοί δεν έχασαν το κουράγιο τους, δημιούργησαν τον τόπο κατοικίας τους, πήραν ο καθένας από ένα κομμάτι γης και κατέθεσαν όλες τις δυνάμεις τους για την καλύτερη έκβαση των πραγμάτων, έφτιαξαν μάντρες για τα ζωντανά, τα οποία σταδιακά πολλαπλασιάστηκαν ενώ οι άνθρωποι προσπάθησαν να συνεχίσουν τις ζωές τους, ερωτεύονταν, αγαπούσαν, μεγάλωναν την οικογένειά τους.
"Η Παναγιά η Γοργόνα" του Μυριβήλη
Παρουσίαση του βιβλίου από το μαθητή του Β2 Κολιό Νίκο
Η Παναγιά η Γοργόνα ξεκινά την εξιστόρηση της με την Μικρασιατική Καταστροφή του '22 και ένα κύμα προσφύγων που καταφθάνει στη Λέσβο με ψαρόβαρκες. Οι πρόσφυγες κρατούν σφιχτά το όνειρό τους για επαναπατρισμό στην Αιολική Γη, γι'αυτό αγωνίζονται ζωηρά για να δημιουργήσουν τις συνθήκες που θα τους επιτρέψουν εκ νέου το μεγαλοϊδεατισμό τόλμημα. Εργάζονται με πείσμα, διατηρούν την αισιοδοξία τους και γεννούν παιδιά.
Η Σμαραγδή, κεντρικό πρόσωπο του έργου, είναι κι αυτή παιδί προσφύγων, εγκαταλελειμμένο όμως-βρέφος σε μια βάρκα, μέχρις ότου την παίρνει υπό την προστασία του ένα άτεκνο ζευγάρι ντόπιων. Αλλά δεν θα στεριώσει εκεί: η μητριά της πεθαίνει πολύ νωρίς και ο άγριος, μέθυσος πατριός, εξαχρειωμένος από το ποτό και την έλλειψη γυναικείας συντροφιάς, ασελγεί επάνω στο εφηβικό της κορμί.
Οι αλλεπάλληλες κακοτυχίες, καθιστούν το κορίτσι ένα είδος αποδιοπομπαίου τράγου στο κλειστό χωριό. Είναι στιγματισμένη, παράξενη, διαφορετική, σχεδόν μεταφυσική.
Όταν η ηρωίδα γίνεται πια μια γυναίκα με λεπτή ομορφιά και απόκοσμη γοητεία, τα τρία αγόρια της νέας της οικογένειας Μανώλης, Βατής και Στράτος την διεκδικούν. Μαζί τους και ο γιός του νονού της, Λάμπης καθώς και ο Μούργος, ένα μαλθακό αγόρι της γειτονιάς. Εκείνη όμως αποστρέφεται κάθε αρσενικό. Κι όσο εκείνη τους απορρίπτει τόσο εκείνοι δημιουργούν έναν θίασο, ένα στενό χαρέμι γύρω της.
Ο ώριμος Μανώλης της είναι ταιριαστός, για τον νεαρό Βατή νιώθει τρυφερότητα, αλλά ο τολμηρός Λάμπης είναι εκείνος που την συγκινεί ενδόμυχα, ιδίως μετά από ένα υγρό ''συμβάν'' στην θάλασσα.
Όμως, εν τέλει, μέσα από μια σειρά μοιραίων γεγονότων, η Σμαραγδή αναγκάζεται να παραδοθεί, θέλοντας και μη, στην δύναμη του εφηβικού της τραύματος. Απροσπέλαστη για τους ‘μνηστήρες’ επιλέγει την άρνηση.
Η ηρωίδα του έργου
Κατά κοινή παραδοχή των μελετητών του, ο Στρατής Μυριβήλης δεν είχε το χάρισμα του μυθιστοριογράφου: οι χαρακτήρες του είναι πολύ ασχημάτιστοι, οι ιστορίες του δεν έχουν συνοχή και από το ένα μυθιστόρημα στο άλλο μπορεί κανείς να αναγνωρίσει σταθερά μοτίβα σε σημείο συγγραφικής εμμονής.
Για παράδειγμα, η ηρωίδα του 'Η Παναγιά η γοργόνα' είναι πανομοιότυπη με την ηρωίδα του 'Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια': ξεχωριστή από όλες, αταίριαστη με το περιβάλλον της, κυνική και αυστηρή, άχαρη και χωρίς αισθησιασμό, αλλά και μήλον της έριδος για τους άντρες τριγύρω της- οι οποίοι της προκαλούν για κάποιο λόγο αηδίαζα υπερφυσική καλλονή που, όποιος την συναντά μπροστά του το πρώτο πράγμα που προσέχει είναι η ομορφιά της και το δεύτερο η σκληρότητά της.
Λίγο ή πολύ, η Γυναίκα στον Μυριβήλη, είναι ένα μη ρεαλιστικό πρόσωπο, μάλλον ιδεατό, που ο συγγραφέας θέλει να παρουσιάζει ως Σύμβολο. Η όλη προσωπικότητά της, είναι η υπερφυσική ομορφιά της και βέβαια η ακαταδεξία της. Είναι άπιαστη σαν το ιδανικό. Το ιδανικό της ευτυχίας. Υπερβαίνει μεταφυσικά τον μέσο όρο των υπολοίπων γυναικών. Όλη αυτή η ενοχλητική τελειότητα μοιάζει τελικά να θέλει να αυξήσει το γόητρο του αφηγητή ο οποίος διεκδικεί ένα τέτοιο ''τρόπαιο''...
Και, δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι η ηρωίδα προτιμά να αφιερωθεί στην Παναγία, παρά να λύσει την αποστροφή της προς το αρσενικό φύλο με το να παραδοθεί σε έναν άντρα. Είναι ανέραστη, όχι από επιλογή, αλλά από απογοήτευση. Είναι μια τραγική φιγούρα που θέλει να προχωρήσει μπροστά, κι όμως βρίσκεται καταπιεσμένη, ανάμεσα στις παλιότερες και τις επερχόμενες συμφορές, που την συνθλίβουν.
Είτε πίσω είτε μπροστά της, κυριαρχούν τα γκρεμισμένα όνειρα.